News&

Ένα γράμμα για το Καστελλόριζο…Του Μανώλη Κουτουλάκη, Γ.Γ. Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής

Share

 

Δεν ξέρω εάν επιτρέπεται και εάν αρμόζει, αλλά κρατώ καιρό ημερολόγιο σε κάποιες επισκέψεις μου στα νησιά και νιώθω ότι οφείλω να το κάνω εδώ δημόσια με κίνδυνο να εκτεθώ, διότι μπορεί να φανώ υπερβολικά ευαίσθητος ενώ δεν πρέπει…

-Γράφει ο Μανώλης Κουτουλάκης, Γενικός Γραμματέας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής

Στο Καστελλόριζο έχω βρεθεί 4 φορές. Όχι ως επισκέπτης, αλλά τολμώ να πω ως περιηγητής, με εκείνη τη νοσταλγική έννοια των ανθρώπων που επισκέπτονται με σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας του τόπου…

Πριν από μια βδομάδα βρέθηκα εκεί για δύο σπουδαίους λόγους: ο ένας ήταν να εκπροσωπήσω την Ελληνική Κυβέρνηση στην επέτειο της Απελευθέρωσης της νήσου το 1943 και να έχω ταυτόχρονα την τιμή να συνοδεύσω την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο δεύτερος λόγος ήταν για να βρεθώ με το Δήμαρχο και τους ανθρώπους του νησιού και να περπατήσουμε σπιθαμή προς σπιθαμή το νησί και να δούμε τι καταφέραμε μαζί και πόσα ακόμη πρέπει να κάνουμε για να νιώσουμε ότι άξιζε… Για εμάς, για τους προγόνους και για τους απογόνους αυτού του τόπου. Μεγάλη ευθύνη…

Το νησιωτικό σύμπλεγμα Καστελλορίζου, Στρογγύλης και Ρω, είναι ένα παράδειγμα, που είναι «ακραίο», τόσο γεωγραφικά (δηλαδή κυριολεκτικά στο ακρότατο σημείο του χάρτη), όσο και λειτουργικά (ως ακραία τιμή μιας ομάδας στοιχείων) που για να κατανοηθεί πρέπει να ερμηνευτεί ή να τεθεί στη σωστή βάση.

Στα μαθηματικά και τη στατιστική, υπάρχει ολόκληρη μεθοδολογία για το πώς εξαιρείς τις ακραίες τιμές, για να μπορέσεις να εξάγεις σωστά συμπεράσματα για το λοιπό σύνολο της «κανονικότητας».

Ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς, προ ημερών, συνέταξε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για να εξηγήσει το προσωπικό του βίωμα, μέσα από την πρώτη του επίσκεψη στο Καστελλόριζο και τα συναισθήματα που του δημιούργησε, η εμπειρία του αυτή. Μίλησε για το «τάμα» που πρέπει κανείς να εκπληρώσει, επισκεπτόμενος το ακριτικό νησί. Νομίζω πως όποιος το διάβασε, σίγουρα ταυτίστηκε με όσα περιέγραψε ο έγκριτος δημοσιογράφος, στεκόμενος (ο κος Παπαχελάς) βέβαια και στην ακραία αντίθεση, σε σχέση με το τι άφησε πίσω του στην Αθήνα. Μια πόλη που εκείνος τη βιώνει ως κάτι θορυβώδες, μη-αληθινό ή εκμαυλιστικό για όποιον ζει ή συνδιαλέγεται με τα περιβάλλοντα εκείνα που περιγράφει. Δυστοπικό αλλά κοντά στην πραγματικότητα αυτό που περιγράφει, θα συμφωνούσαν πολλοί.

Το ταξίδι, λοιπόν, προς τη Μεγίστη από μόνο του – ιδίως όταν γίνεται ακτοπλοϊκώς και όχι αεροπορικώς – σε εισάγει σε μια «συνθήκη» όπου βιώνεις την απόσταση και τα μίλια, τόσο από γεωγραφικής πλευράς, όσο και σε επίπεδο αίσθησης «συναισθηματικής απομάκρυνσης» από έναν χωροταξικό πυρήνα αναφοράς, όπως όλοι έχουμε συνηθίσει να ορίζουμε την Αθήνα ή τελοσπαντων κάποιο αστικό κέντρο που μας προσφέρει την προσήκουσα – υποκειμενικώς ή αντικειμενικώς – ασφάλεια, οικειότητα, προοπτική ή αίσθηση του «ανήκειν», ως μια καθημερινότητα που καλύπτει υπαρκτές και μη ανάγκες ενός σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να τα έχει όλα «στα πόδια του» για να νιώθει καλά.

Μετά από 4,5 ώρες ταξίδι με το πλοίο από τη Ρόδο, και εάν είσαι από αυτούς που ρεμβάζεις στο κατάστρωμα, συνειδητοποιείς ότι όσο «γράφεις» μίλια, τόσο μπορείς να μετρήσεις την απέραντη ακτογραμμή της Τουρκίας, ακόμη και να χαρτογραφήσεις τη δόμηση της (με πολλά στοιχεία άναρχης και ασύντακτης), όπου μετράς και σκέφτεσαι πώς εξελίχθησαν έτσι τα παράλια της, ξεχνώντας ότι κάπως έτσι ίσως και να φαίνονται και τα δικά μας νησιά από τη δική τους πλευρά. Πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται πιο πολύ για τα άγνωστα σε σένα τουρκικά παράλια (ιστορικά, αναπτυξιακά, πολιτισμικά κοκ) και συνειδητοποιείς το «μεγαλείο» του πλου αυτού, από το νησί της έδρας της Περιφερειακής Ενότητας Δωδεκανήσου, προς το νότιο-ανατολικότερο άκρο αυτής, νιώθοντας το δικό μας μεγαλείο έναντι των «άλλων».

Μεγαλείο, καθότι δύσκολα άλλη περιοχή στη χώρα μας θα σου προσφέρει αυτήν την αίσθηση και το δέος ότι το «…της θαλάσσης κράτος» τελικά είναι όντως «μέγα». Έχοντας ταξιδέψει σχεδόν σε όλη τη χώρα μέσα στα 24 χρόνια της ενήλικης ζωής μου και κυρίως ταξιδεύοντας ως επαγγελματίας του χώρου και του τόπου (Χωροτάκτης – Πολεοδόμος – Περιφερειολογος γαρ…) και όχι ως απλός επισκέπτης, θα έλεγα ότι σε εισάγει βιωματικά στη «ζώσα διασυνοριακότητα» και καταλαβαίνεις ότι τα σύνορα υπάρχουν για να τα βιώνεις, όχι απλά για να τα βλέπεις δημοσιευμένα κάπου.

Για να μπορούμε εμείς (και εγώ) να μιλάμε και να γράφουμε για αυτά, κάποιοι έχυσαν το αίμα τους ή θυσιάστηκαν για να μπορέσουμε να τα ορίσουμε ως έθνος και να σηκώσουμε το βάρος των ορίων αυτών. Δεν ορίζουν απλά τον ελληνισμό, ούτε και την ιστορία του έθνους που μεγαλούργησε και σε μακρύτερα όρια από τα σημερινά. Ορίζουν το χθες από το αύριο, τη δύση από την ανατολή, την ελληνική ψυχή που δε ξεχνά αλλά ξέρει και να συνυπάρχει.

Σε εμένα δημιουργεί το ίδιο δέος, όπως αυτό που ένιωθα οδηγώντας προς το «τριεθνές» στο ακριτικό Έβρο και την Ορεστιάδα, ή οδηγώντας για τις Πρέσπες μέσω Πισοδερίου, ή πλέοντας από Κέρκυρα για να επισκεφτείς τα Διαπόντια νησιά ή όταν από τα Σφακιά και την Παλαιόχωρα παίρνεις σκάφος για να πας στη Γαύδο…

Ο πλους προς το Καστελλόριζο, μέσα από το κενό στο «σήμα» της κινητής τηλεφωνίας, ολοκληρώνεται με μια οριακή κορύφωση παράστασης, που μεταφράζεται σε μια ζωντανή φιγούρα, του φαντάρου, στην κορυφή ενός φυλακίου, όπου σε κάθε πέρασμα του πλοίου της γραμμής, στο υψηλότερο σημείο της νήσου Ρω, κυματίζει υπερήφανα την ελληνική σημαία και αυτομάτως βιώνεις το καλωσόρισμα με σαφή γαλανόλευκη ταυτότητα.

Εθνική, πατριωτική και γεμάτη ευθύνη.

Το Καστελλόριζο των αντιθέσεων, των πολύχρωμων σπιτιών, της βαθιάς ιστορίας με τους πολλούς σταθμούς, με τους κατακτητές, αλλά και εκείνους που το ίδιο (το νησί) με τη σειρά του, τους κατέκτησε, πρωτίστως συναισθηματικά.

{Ανάρτηση του κ. Μ. Κουτουλάκη στο FB}

Το αναγεννημένο (αναπτυξιακά) νησί, που προκαλεί αγόγγυστα τη διάθεση όλων να προσφέρουν «κάτι», να οργανώσουν «κατι», να διαθέσουν «κάτι». Είναι σαν μια ηθική υποχρέωση που ικανοποιεί το αίσθημα του Έλληνα της ηπειρωτικής χώρας, που αισθάνεται λες και κάτι χρωστάει σε αυτό το νησί, χωρίς να μπορεί να το προσδιορίσει με ακρίβεια ή και κομψότητα, χωρίς να προσβάλει τους υπερήφανους κατοίκους.

Ίσως και από μια «εθνική ενοχή» που δεν είναι εκεί, να μοιραστεί με τους ντόπιους τη δύσκολη καθημερινότητα, ενδεχομένως και γιατί πάντοτε το Καστελλόριζο πάσχιζε να χωρέσει στους χάρτες που είχαμε στα βιβλία μας και νιώθαμε – θαρρείς – ότι ήταν κάτι σαν τα Υπερπόντια νησιά της Ευρώπης στον ωκεανό, όπως τα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας, τις Αζόρες της Πορτογαλίας κοκ.

Το Καστελλόριζο όμως, είναι κάτι πολύ πιο σπουδαίο από αυτό. Είναι ο τόπος που μέσα από τις κακουχίες του, δημιούργησε μια κοινότητα Ελλήνων στην Αυστραλία και την Αμερική που διέπρεψαν και αγαπούν τον τόπο τους, όσο τίποτε άλλο και νοιάζονται ουσιωδώς και εγκαρδίως, ακόμη και σήμερα. Το Καστελλόριζο είναι αυτό που σήμερα, με την αλματώδη βελτίωση της προσβασιμότητας τους, με σταθερά δρομολόγια που το ενώνουν απευθείας ακόμη και με τον Πειραιά, αλλά και φυσικά τη Ρόδο, έχει δημιουργήσει τη γέφυρα και την αφορμή για πολλούς επισκέπτες να το επισκεφτούν, όπου μαζί με τις καθημερινές ημερήσιες εκδρομές και από το γειτονικό ΚΑΣ της Τουρκίας, δημιουργεί μια «κατανάλωση» και μια ροή χρήματος που έχει προσφέρει εισόδημα και θέσεις εργασίας σε Έλληνες και ξένους. Πολλοί και εκείνοι που δεν έχουν καταγωγή από το νησί, ωστόσο βρίσκονται εκεί από επιλογή και ζουν και εργάζονται. Φυσικά δημόσιοι υπάλληλοι και οι άγρυπνοι φρουροί των σωμάτων ασφαλείας και ένοπλων δυνάμεων, συμπληρώνουν μια κοινωνία με τα στοιχεία της εποχικότητας που έχουν όλα τα τουριστικά νησιά μας, αλλά προσφέροντας τουριστική περίοδο τέτοια, ικανή να «ζήσει» τον τόπο και τις οικογένειες για ολόκληρο το χρόνο.

Πολλά λείπουν, όπως και από πολλά μικρά νησιά της Ελλάδας.
Όμως εδώ δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χαθεί οτιδήποτε.
Για τη σπιθαμή γης που δεν πρέπει να χαθεί, μέριμνα το κράτος.
Για το κουράγιο, την αγάπη για τον τόπο και την προοπτική δε θα το επιτρέψουν οι ντόπιοι να χαθεί.

Το κράτος εδώ είναι αναγκαίο να εμφανίζεται, να προβλέπει, να προτρέχει και να μεριμνά ακόμη κι όταν δεν το ζητάει κανείς. Η τοπική κοινωνία ξέρει να είναι λογική. Ξέρει τα όρια του εύλογου. Εγρήγορση ζητάει και εμείς επίσης. Ολοι μας άλλωστε για τον ίδιο λόγο θέλουμε το νησιωτικό σύμπλεγμα να μην αποτελεί το «ακραίο» σημείο, αλλά το παράδειγμα (σκέτο), όπου το κράτος και η αυτοδιοίκηση μπορούν να συνεργαστούν για να προσφέρουν στους πολίτες αυτό που τους αναλογεί. Οχι εξ υπολοίπου και όχι εξ ανάγκης. Από επιλογή και με το μερίδιο που τους αναλογεί.

Δεν είναι και λίγο να κρατάς ανοικτές και ζωντανές τις θαλάσσιες πύλες του Αιγαίου, μόνο και με την ύπαρξη σου.
Αυτό και μόνο κάνει θαυμαστό τον τόπο και κατανοητό το «τάμα» του κάθε Έλληνα να το επισκεφτεί…

  

 

Exit mobile version