Η Carrie Bradshaw γεννήθηκε στο «τέλος της Ιστορίας», εκεί που δεν υπάρχουν ιδεολογίες. Με το And Just Like That να ρίχνει αυλαία, μένει το ερώτημα: κρίνουμε την Carrie για τα λάθη της ή γιατί ενσαρκώνει μια εποχή που πίστεψε πως όλα τα μεγάλα ζητήματα είχαν λυθεί;
Στο τηλεοπτικό σύμπαν, λίγοι χαρακτήρες έχουν υπάρξει τόσο άρρηκτα δεμένοι με την εποχή που τους γέννησε όσο η Carrie Bradshaw. Με το And Just Like That να ολοκληρώνεται, η αυλαία δεν πέφτει μόνο σε μια αφήγηση που κράτησε πάνω από δύο δεκαετίες, αλλά και σε μια πολιτισμική φαντασίωση που γεννήθηκε σε μια στιγμή ιστορικής αυταπάτης.
Το 1992, ο Francis Fukuyama υποστήριξε στη θεωρία του “Το Τέλος της Ιστορίας” πως η παγκόσμια επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ιδιαίτερα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, σηματοδοτεί το τέλος της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας. Η μόνη ιδεολογία πλέον ήταν αυτή του κεφαλαίου. Η ιστορία, η πολιτική και ο πολιτισμός είχαν πεθάνει κι ήταν ώρα να υποταχθούμε στην αγορά.
Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο, η αρθρογράφος Candance Bushnell σημειώνει επιτυχία με τη στήλη της στο The New York Observer με τίτλο “Sex and the City”. Εκεί γράφει χιουμοριστικά για τη δική της ερωτική ζωή αλλά και των φίλων της. Στα άρθρα της αναφέρει συχνά για μια φίλη της, την Carrie και τις ερωτικές της περιπέτειες.
Η Carrie είναι κάτι σαν δημοσιογράφος, ξυπνά με hangover, χορεύει γυμνόστηθη στα μπαρ και κάνει επιτόπια έρευνα σε κρεβάτια ανδρών, για χάρη του ρεπορτάζ της Bushnell. Στην πραγματικότητα, η Carrie είναι το alter ego της Bushnell, αφού δε νιώθει άνετα οι γονείς της να διαβάζουν για τις σεξουαλικές της ιστορίες. Οι εμπειρίες της θα γίνονταν ανθολογία βιβλίων κι αργότερα σειρά που θα έφερνε επανάσταση στην παγκόσμια τηλεόραση.
«Καλωσήρθατε στην εποχή της απώλειας της αθωότητας. Κανείς δεν παίρνει πρόγευμα στο Tiffany’s και κανείς δεν έχει αξέχαστες σχέσεις. Αντίθετα, τρώμε πρωινό στις 7 π.μ. και έχουμε σχέσεις που προσπαθούμε να ξεχάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Η αυτοπροστασία και το “κλείσιμο της συμφωνίας” είναι το παν. Ο Έρως έχει πετάξει μακριά. Πώς γίναμε έτσι;» Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που λέει η Carrie Bradshaw, στο τηλεοπτικό της ντεμπούτο.
Ο χαρακτήρας της Carrie, όπως και το ίδιο το Sex and the City, είναι δύσκολο να οριστεί. Επιδερμική, αιθεροβάμων, δήθεν, εκνευριστική αλλά, ταυτόχρονα, συναισθηματική, υπερ-ρομαντική, αστεία, relatable. Η Carrie είναι η delulu φίλη μας που εδώ και χρόνια είναι κολλημένη με το ίδιο τοξικό situationship.
Η Carrie ευτυχώς δεν είναι καμία φίλη μας, γιατί είναι εγωμανής και κομπλεξική. Έτσι και η σειρά έχει περιγραφεί με πολλά αλληλοαναιρούμενα επίθετα. Για πολλούς είναι επαναστατική, για άλλους οπισθοδρομική. Για κάποιους είναι φεμινιστική, για άλλους σκοταδιστική. Για μερικούς είναι κάθε χρόνο και πιο σύγχρονη, για άλλους είναι παρωχημένη.
Θαυμαστές κι επικριτές συμφωνούν ότι το Sex and the City ήταν πολιτισμικά σημαντικό, αφού κατάφερε να συλλάβει ένα συγκεκριμένο κομμάτι του δυτικού zeitgeist του τέλους της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του ‘00.
Με το re-boot της σειράς And Just Like That να έριξε αυλαία στις 14 Αυγούστου, αποχαιρετάμε μια για πάντα τον χαρακτήρα της Carrie Bradshaw, που στο «τέλος της Ιστορίας», έγραψε τη δική της ιστορία.
Sex and the Single Girl
Το 1962, κυκλοφορεί το βιβλίο Sex and the Single Girl και δύο χρόνια αργότερα γίνεται ταινία με πρωταγωνίστρια την Natalie Wood. Το βιβλίο είναι ένας σύγχρονος οδηγός για γυναίκες, τις οποίες συμβουλεύει να είναι κοινωνικά και οικονομικά ανεξάρτητες, να απολαμβάνουν τη ζωή ως εργένισσες και να μη φοβηθούν να συλλέξουν σεξουαλικές εμπειρίες πριν τον γάμο. Σε τρεις εβδομάδες είχε πουλήσει 2 εκατομμύρια αντίτυπα.
Η εργένισσα γυναίκα είχε γίνει σήμα κατατεθέν του 20ού αιώνα. Βιβλία, ταινίες και σειρές έβαζαν στο επίκεντρο την εργένισσα γυναίκα στο αστικό τοπίο, αντικαθιστώντας τις πιο οικογενειακές θεματικές των προηγούμενων δεκαετιών.
Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει όλα τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του δευτεροκυμματικού φεμινισμού, που το γέννησε. Από τη μία, δίδασκε τις γυναίκες να κυνηγούν την αυτονομία τους, σε μια εποχή που η γυναίκα έβγαινε από τον «οίκο» και έμπαινε δυναμικά στη δημόσια σφαίρα.
Από την άλλη, απευθυνόταν κυρίως σε λευκές, μεσοαστές, cis straight γυναίκες, που πλέον εργάζονταν. Φυσικά, η γυναίκα της αγροτικής ή εργατικής τάξης, η μαύρη, η μετανάστρια, δούλευαν ανέκαθεν, οπότε το βιβλίο δεν αναφέρεται σε εκείνες.
Τη δεκαετία του ‘80, μετά από δύο δεκαετίες πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών, είδαμε τη γέννηση του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος παρείσφρησε και στις ανθρώπινες σχέσεις. Η πυρηνική οικογένεια γίνεται πάλι ο πυλώνας της δυτικής κοινωνίας. Σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε το αρχέτυπο της γυναίκας καριέρας: όμορφη, έξυπνη, φιλόδοξη, δυναμική, επιτυχημένη, καλοταξιδεμένη και μορφωμένη.
Είναι οικονομικά ανεξάρτητη, ψωνίζει άρα υπάρχει, παραγγέλνει σούσι και pho στο γραφείο, είναι σεξουαλικά ενεργή και, το σημαντικότερο, ορίζει η ίδια τους στόχους και τον τρόπο ζωής της. Ιστορικοί αναλυτές κι ερευνητές φύλου ορίζουν αυτήν την περίοδο ως «μετά-φεμινισμό».
Ο μεταφεμινισμός πιστεύει ότι στον ύστερο καπιταλισμό, εφόσον γυναίκες κι άντρες είμαστε πλέον νομικά ίσοι, τα προβλήματά μας έχουν τελειώσει και ο φεμινισμός έχει επιτελέσει τον σκοπό του. Κι αφού η σύγχρονη γυναίκα έχει λύσει όλα τα σοβαρά προβλήματά της, ο καήμος της πλέον είναι το τρίπτυχο «λούσα, άντρες και χορός».
Πόσο pick-me ήταν, τελικά, η Carrie;
Το καλοκαίρι του 1998 ο κόσμος γνωρίζει την τηλεοτπική Carrie Bradshaw. Είναι ένα αρχετυπικό cosmo girl: έξυπνη, επιτυχημένη, στυλάτη, ανεξάρτητη. Στη σειρά, η 32χρονη τότε Carrie είναι sex editor με δική της στήλη, το αγαπημένο της ποτό είναι το Cosmopolitan κι όταν βγαίνει με τις φίλες της τρώνε σαλάτες.
Στην παρέα της είναι η αθεράπευτα ρομαντική Charlotte, η κυνική φεμινίστρια Miranda και η σεξουαλικά απελευθερωμένη Samantha, η οποία είναι, μάλιστα, η μεγαλύτερη της παρέας. Η Carrie, μην έχοντας τόσο δισδιάστατα χαρακτηριστικά, αρχικά συστήνετε ως η γυναίκα της διπλανής πόρτας.
Ένα πρόσωπο αρκετά πιο περίπλοκο κι άρα πιο ρεαλιστικό. Ίσως για αυτό βρίσκω τόσο ειρωνικό, όταν σήμερα, για να ξορκίσουμε τον συχνά cringe και ενοχλητικό χαρακτήρα της Carrie, λέμε «Εγώ είμαι τόσο Samantha» ή «Εγώ είμαι ξεκάθαρα Miranda».
Στην πραγματικότητα, το πιθανότερο είναι να είμαστε περισσότερο Carrie, από οποιαδήποτε άλλη στο καστ, αφού είναι ο μόνος χαρακτήρας που μοιάζει κάπως ανθρώπινος κι όχι καρτούν. Σε κάθε περίπτωση, η Carrie λειτουργεί ως λευκός καμβάς.
Επιπλέον, το Sex and the City δε μας δείχνει πώς οι συγκεκριμένες γυναίκες κατάφεραν να φτάσουν την επιτυχία που απολαμβάνουν σήμερα. Ξεκινάμε in medias res, βλέποντάς τες να απολαμβάνουν ακριβά εστιατόρια, ρούχα και τσάντες.
Στην περίπτωση της Carrie, που ζει μια οικονομικά πιο ασταθή ζωή από τις φίλες της, τη βλέπουμε να αντικαθιστά τα ψώνια του σουπερμάρκετ με ολοκαίνουργιες γόβες Manolo Blahnik. Τα έχει όλα, αλλά κάτι της λείπει: το άλλο της μισό.
Εν αντιθέσει με την Carrie και την Charlotte, η Miranda και η Samantha δεν πιστεύουν ότι ο γάμος ή τα παιδιά, συμπληρώνουν μια γυναίκα και ορίζουν την έμφυλη εμπειρία της. Κι ενώ η κατάρριψη του στερεοτύπου του βιολογικού ρολογιού, είναι μέρος του σύγχρονου φεμινισμού, στη σειρά αυτό παρουσιάζεται με ψυχρότητα και εγωκεντρισμό.
Αλλά δεν υπάρχει πιο εγωκεντρικός χαρακτήρας στη σειρά από την Carrie Bradshaw. Μιλάει συνεχώς για τους χωρισμούς της με τον Mr Big. Φέρετε στον γκέι κολλητό της σαν φίλο β’ διαλογής. Απατάει τον σύντροφό της με τον Big, o οποίος είναι παντρεμένος. Στη συνέχεια, κάνει σεξ μαζί του, κοιμάται σπίτι του, τρώει από το φαγητό της γυναίκας του και παραπονιέται που είναι άνοστο.
Τη stalkάρει μέχρι να αποδεχτεί τη συγγνώμη της. Βγαίνει με bisexual άνδρα, κάνοντας τρομερά φοβικά σχόλια (όχι και πολύ sex positive για sex editor). Όταν είναι στα πρόθυρα της έξωσης εξαιτίας των χρεών της, μαλώνει με την Charlotte που δε θέλει να της δώσει λεφτά.
Στέλνει το αγόρι της να βοηθήσει την Miranda, η οποία γλίστρησε και τραυματίστηκε στην μπανιέρα, και άλλα πολλά. Μέχρι το τέλος της σειράς (τόσο του Sex and the City όσο και του And Just Like That), η Carrie Bradshaw γίνεται αχώνευτη. Ή μήπως τη «διαβάζουμε» λάθος;
Sex and the City: Ένας ζωντανός οργανισμός
Μέχρι και οι μεγαλύτεροι φαν θα συμφωνήσουν ότι κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια γίνεται ανυπόφορη. Αν έπρεπε να προσδιορίσω εκείνη τη στιγμή, θα ήταν γύρω στην τρίτη σεζόν, όταν από cool, ανεξάρτητη γυναίκα που απολαμβάνει το φλερτ και τις νέες γνωριμίες, γίνεται μια καρτουνίστικη φιγούρα που περιστρέφεται γύρω από έναν συναισθηματικά μη διαθέσιμο άνδρα.
Στον πρώτο κύκλο, η Carrie συστήνεται ως «ανθρωπολόγος του σεξ» και το πρώτο ερώτημα που θέτει είναι αν οι γυναίκες μπορούν να κάνουν σεξ όπως οι άνδρες, δηλαδή, χωρίς δεσμεύσεις. Κάθε τόσο, έχουμε σκηνές όπου το καστ της σειράς ή και περαστικοί Νεοϋορκέζοι μιλάνε απευθείας στην κάμερα για το εκάστοτε θέμα του επεισοδίου, σαν σε ντοκιμαντέρ ,σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο.
Αυτό είναι μια μνεία στις ρίζες της σειράς: τα ρεπορτάζ της Candace Bushnell. Στα μισά του δεύτερου κύκλου, όμως, αυτό εξαφανίζεται και η σειρά υιοθετεί όλο και περισσότερα στοιχεία σαπουνόπερας. Όσον αφορά τις συζητήσεις περί σεξ, η ερευνήτρια φύλου Jane Arthurs γράφει: «Η αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας στο Sex and the City μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αναμάσημα του περιεχομένου και του τρόπου προσέγγισης των γυναικείων περιοδικών της εποχής, αλλά για την τηλεόραση».
Η Carrie, στο ξεκίνημα, είναι σίγουρη για τον εαυτό της και απολαμβάνει τις νέες γνωριμίες. Σταδιακά, γίνεται όλο και λιγότερη σεξουαλικά ανοιχτή, όλο και πιο ρομαντική, χαοτική, θηλυκή και αβέβαιη. Από επιτυχημένη γυναίκα καριέρας, στα πρώτα επεισόδια, γίνεται μια γυναίκα που δε ξέρει ούτε να ανοίγει υπολογιστή. Οι φίλες της γίνονται όλο και περισσότερο δεύτεροι χαρακτήρες, με τον on-and-off έρωτά της με τον Mr. Big να μπαίνει στο επίκεντρο.
Τη βλέπουμε να απατάει τον Aidan με τον Big. Να τον πιέζει να τα ξαναβρουν και να τον πείθει να αποδεχτεί ότι ο Big, ο άντρας με τον οποίο τον απάτησε, θα είναι για πάντα κομμάτι της ζωής της. Πλέον, είναι δύσκολο να την υποστηρίξει κανείς ή να τη συμπαθήσει.
Παρά τις εγωιστικές στιγμές της, σε άλλα σημεία, βλέπουμε μια πιο ανθρώπινη Carrie, που κρατά το χέρι της Miranda όταν χάνει τη μητέρα της και δεν την αφήνει να περπατήσει μόνη της πίσω από το φέρετρο. Που υποστηρίζει τη διαζευγμένη Charolotte όταν μια life-coach πάει να την πείσει ότι ευθύνεται η ίδια για τη δυστυχία της. Που ταΐζει την Samantha σούπα όταν αρρωσταίνει και είναι δίπλα της στην κλινική όταν παίρνει τη διάγνωση του καρκίνου.
Δεν είναι η τέλεια φίλη, αλλά καμιά τους δεν είναι. Η Charlotte κατακρίνει συχνά τον τρόπο ζωής της Samantha αλλά και των υπολοίπων. Η Miranda είναι κυνική ειδικά απέναντι στη Charlotte. Η Samantha φέρεται λες και η μητρότητα της Miranda είναι εμπόδιο στην φιλία τους κι αρνείται να κάνει babysitting στο μωρό της.
Η Carrie είναι, σίγουρα, ένα ανασφαλές άτομο κι αυτό φαίνεται στα λάθη της. Η Joan Didion είχε γράψει πως ένα άτομο με αυτοσεβασμό, γνωρίζει «το κόστος των πραγμάτων», γνωρίζει τα λάθη του, δεν παρακαλάει για άφεση αμαρτιών αλλά τις αποδέχεται.
Η Carrie δείχνει να μην ξέρει το κόστος των πράξεών της. Δε μαθαίνει από τα λάθη της, θυματοποιείται, ζητά αποποίηση ευθυνών από τα θύματά της και πνίγεται στην ίδια της την ντροπή.
Επιπλέον, η προσωπικότητα της Carrie αλλάζει ανάλογα με τον άντρα που έχει δίπλα της. Ξαφνικά, μεταμορφώνεται στο ετερώνυμο του. Με τον Big είναι πιο συναισθηματική, αγχώδης και νευρωτική, ενώ εκείνος είναι συναισθηματικά απόμακρος. Με τον Aidan είναι εκείνη πιο απόμακρη, ενώ εκείνος είναι υπερπροστατευτικός. Με τον Berger είναι πιο σταθερή και ώριμη, ενώ εκείνος είναι ανασφαλής. Με τον “Ρώσο” είναι μια νεαρή, ελαφρόμυαλη Αμερικάνα, ενώ εκείνος ένας μεγαλύτερος, έμπειρος και ευκατάστατος άνδρας.
Την ίδια στιγμή, δε γίνεται να μην ταυτιστεί κανείς με τον πόνο της Carrie, που βλέπει τα χρόνια να περνούν, χωρίς να παίρνει αυτό που θέλει: πραγματική συντροφικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα το cringe ή αντιφεμινιστικό στο να αποδέχεσαι ότι θέλεις έναν μεγάλο έρωτα, να παραδέχεσαι ότι η μοναξιά μπορεί να είναι ισοπεδωτική.
Όσο αφήνω τη δεκαετία των 20 πίσω μου, τόσο κατανοώ πόσο κατακριτέο είναι να είσαι ανύπαντρη, άτεκνη και γεμάτη ζωή στα 30κατι και στα 40κάτι σου. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι πολύ γενναίο στο να παραδέχεσαι ότι εξακολουθείς να πιστεύεις στον έρωτα, το πάθος και τον αυθορμητισμό, ακόμη κι όταν οι κοινωνικές νόρμες θα περίμεναν να έχεις σταματήσει. Θα συνεχίσεις να κάνεις λάθη, να ξεκινάς από την αρχή, θα έρθεις σε σύγκρουση με τα θέλω σου, θα δεις τους στόχους σου να αλλάζουν.
Θα βγεις, θα διασκεδάσεις, θα ερωτευτείς ξανά και ξανά και κάποια βράδια θα συνειδητοποιείς πως, οι πατριαρχικοί φόβοι έχουν γραπώσει την καρδιά σου και δεν την αφήνουν. Κι ας λες ότι τα έχεις ξεπεράσει αυτά τα κόμπλεξ.
Έτσι, η Carrie γίνεται ενοχλητική και για έναν άλλο λόγο: από cool κορίτσι με έντονη ερωτική ζωή, γίνεται νευρωτική, εργένισσα μεσήλικη. Και η κοινωνία δεν συγχωρεί τις εργένισσες μεσήλικες, που τολμούν κι από πάνω να θέλουν έρωτα, χωρίς καν να έχουν τη ζωή τους σε τάξη.
Ίσως οι πραγματικές αδερφές ψυχές μας να είναι οι φίλες μας
Πράγματι, η Carrie παλιμπαιδίζει όλο και πιο έντονα στο τέλος της σειράς, επιζητώντας όλο και περισσότερο τη βοήθεια και την φροντίδα των φίλων της. Είναι πλέον η μόνη από τις φίλες της που δεν έχει μια σταθερή σχέση. Στις υγιείς ερωτικές σχέσεις, άλλοτε μας φροντίζουν κι άλλοτε φροντίζουμε εμείς. Όταν, όμως, είναι κανείς μόνος του, από πού μπορεί να λάβει στοργή; Σύμφωνα με τη σειρά, από τους φίλους του.
Αν αφαιρέσουμε τις Oscar de la Renta τουαλέτες και τα Manolo, το Sex and the City, στον πυρήνα του, μιλά για τη γυναικεία φιλία. Σε έναν κόσμο που έχει απολέσει την αξία της κοινότητας, η σειρά επιμένει ότι εκεί βρίσκεται όλο το «ζουμί». Στην, ίσως, δυναμικότερη σκηνή του Sex and the City, η Carrie μιλά για την μοναξιά που βιώνει ως ελεύθερη γυναίκα, σε αναζήτηση του έρωτα.
«Δεν έχω κάποιον να μου ευχηθεί χρόνια πολλά. Δεν έχω μια αδελφή ψυχή. Και δεν πιστεύω καν στις αδελφές ψυχές», λέει στις φίλες της, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. Και τότε, η Charlotte απαντά: «Μη γελάσετε αλλά…ίσως μπορούμε να είμαστε αδελφές ψυχές μεταξύ μας.
Και μπορούμε να αφήσουμε τους άντρες να είναι αυτοί οι υπέρχοι κύριοι με τους οποίους περνάμε καλά». Και πράγματι, όσοι άντρες (και γυναίκες) κι αν πέρασαν από τις ζωές τους, το δέσιμο των τεσσάρων γυναικών δεν αλλάζει ανά τις δεκαετίες.
Για να τονίσει τη σημασία της φιλίας, η σειρά επιλέγει να μη μιλά για τις οικογένειες των τεσσάρων γυναικών, δίνοντας έμφαση στην «οικογένεια που επιλέγουμε». Αυτός ο κανόνας σπάει στο επεισόδιο “My motherboard, my self”, όπου η μητέρα της Miranda πεθαίνει ξαφνικά.
Παράλληλα, το λάπτοπ της Carrie «κρασάρει» ενώ έχει δουλειά. Την Charlotte την πνίγει ο ρόλος της νιόπαντρης νοικοκυράς και η Samantha δε μπορεί πια να έρθει σε οργασμό.
Στην κηδεία, η Samantha είναι ιδιαίτερα ψυχρή κι αμήχανη, μη μπορώντας να συμπαρασταθεί στην Miranda. Όμως, κατά τη διάρκεια της τελετής, ξεσπά σε λυγμούς, βλέποντας τη φίλη της να κλαίει για τον χαμό της μητέρας της. Οι πιο «ψυχρές» γυναίκες του καστ, «σπάνε» και τις βλέπουμε ευάλωτες και αληθινές.
Με τον καιρό, η σειρά αλλάζει μπροστά στα μάτια μας. Από εκεί που στους πρώτους κύκλους βλέπαμε τις ερωτικές περιπέτειες των γυναικών αυτών,αργότερα, εξετάζονται πιο μακροχρόνιες συνθήκες. Η αποτυχία του πρώτου γάμου της Charlotte, η μητρότητα της Miranda, ο καρκίνος της Samantha.
Η σειρά είναι αρκετά προβληματική και, σε σημεία, ξεπερασμένη. Όμως, στην τελική, είναι μια σειρά που μιλά ανοιχτά για την αξία των ανθρώπινων σχέσεων, την ψυχρότητα του σύγχρονου κόσμου και την συναισθηματική ακαταλληλότητα των αστικών κέντρων, ειδικά για ελεύθερες γυναίκες. Θέτει το ερώτημα, πώς μπορούμε να ζήσουμε με πάθος σε έναν κόσμο κενό ιδεολογίας και νοήματος;
Σε μία τέτοια συνθήκη, η αγάπη και ο έρωτας δεν είναι αερολογίες ή πολυτέλειες, αλλά σημαντικοί παράμετροι για να πλοηγηθούμε στη σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. / Info: tovima – ΤΟ ΒΗΜΑ
Video