Σε φάση ανάκτησης των απωλειών τις οποίες κατέγραψε αμέσως μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη φαίνεται να περνά η κυβερνητική παράταξη, η οποία ενισχύει το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μπαίνει με σημαντικά ποιοτικά και ποσοτικά πλεονεκτήματα στην τελική ευθεία προς την κάλπη της 21ης Μαΐου.
Η ισχυρή ηγετική εικόνα που συγκριτικά με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς δείχνει να διατηρεί στην κοινή γνώμη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και αποδίδεται στη μεγάλη διεισδυτικότητα την οποία εξακολουθεί να εμφανίζει στον χώρο του Κέντρου, δίνει ώθηση και στην απήχηση της Νέας Δημοκρατίας. Το κυβερνών κόμμα ανακτά σχεδόν το μισό από το χαμένο έδαφος και ξαναμπαίνει σε τροχιά που μπορεί να το οδηγήσει σε κατάκτηση της αυτοδυναμίας στην επαναληπτική κάλπη της 2ας Ιουλίου, που θα γίνει με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Από τα ευρήματα μεγάλης έρευνας που διενήργησε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος» και αποτελεί την πρώτη μέτρηση η οποία διεξήχθη καθ’ ολοκληρίαν μετά την ανακοίνωση στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Τρίτης του εκλογικού χρονοδιαγράμματος, προκύπτει ότι η κοινή γνώμη ξεπερνά σταδιακά το σοκ που υπέστη από την τραγωδία των Τεμπών. Και την ίδια ώρα, προσεγγίζοντας με μεγαλύτερη ψυχραιμία τις πολιτικές εξελίξεις, δείχνει τάση επιστροφής στους δημοσκοπικούς συσχετισμούς που είχαν διαμορφωθεί πριν από το τραγικό δυστύχημα.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που συνθέτουν το νέο τοπίο το οποίο δημιουργείται μόλις επτά εβδομάδες πριν από την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας είναι η συρρίκνωση της λεγόμενης «γκρίζας ζώνης», στην οποία αθροίζονται τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια, η πρόθεση για αποχή και όσοι δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει αν και τι θα ψηφίσουν. Στη μέτρηση της Marc, που έγινε μεταξύ 27 και 30 Μαρτίου σε ένα δείγμα 1.213 ψηφοφόρων, το άθροισμα της αδιευκρίνιστης ψήφου υποχωρεί στο 11,9% και είναι αισθητά μειωμένο από το 14,9% που είχε εκτοξευτεί στην πρώτη έρευνα που διενήργησε η ίδια εταιρεία μία εβδομάδα μετά τα Τέμπη, όταν το πένθος, ο θυμός και η οργή της κοινωνίας ήταν στα ύψη.
Υπό πίεση ο Νίκος Ανδρουλάκης
Δειλά-δειλά οι πολίτες δείχνουν να επανέρχονται στις προ του δυστυχήματος επιλογές τους, κάτι που γίνεται σαφέστερα εμφανές από τη σταδιακή ανάκαμψη όλων των δεικτών που αποτιμούν τις επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης και αφορούν τόσο την αξιολόγηση της κυβέρνησης και τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού όσο και την πρόθεση ψήφου αλλά και την παράσταση νίκης. Ανοδικά κινείται και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας.
Αντιθέτως, μικρή κάμψη της δύναμής του εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ και μικρότερη δημοφιλία ο Νίκος Ανδρουλάκης, που είναι προφανές ότι πιέζεται δημοσκοπικά εξαιτίας των πρόσφατων μηνυμάτων που εξέπεμψε για τις μετεκλογικές εξελίξεις. Η δήλωσή του ότι σε μια ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία δεν θα δεχόταν για πρωθυπουργό ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ούτε τον Αλέξη Τσίπρα χαρακτηρίζεται λανθασμένη από δύο στους τρεις ψηφοφόρους (66,3%) και σωστή μόνο από έναν στους τέσσερις (24,8%).
Υψηλά ποσοστά αποδοκιμασίας της στάσης του κ. Ανδρουλάκη καταγράφονται ανάμεσα στους ψηφοφόρους της Ν.Δ. (86,3%) και του ΣΥΡΙΖΑ (77,6%), όπως και σε όσους επιλέγουν άλλο κόμμα (48,6%) και στους αναποφάσιστους (43,7%). Σύμφωνη είναι η πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ σε ποσοστό 61,4% και με ισχυρή μειοψηφία της τάξης του 37,4% που θεωρεί λάθος τη δήλωσή του.
Η έρευνα δείχνει να ανοίγει εκ νέου η ψαλίδα της διαφοράς που χωρίζει τα δύο μεγαλύτερα κόμματα στην πρόθεση ψήφου, καθώς διαμορφώνεται σε 5,2% από 4,6% που ήταν στην αμέσως προηγούμενη έρευνα. Η Ν.Δ. ανακτά 1,3 από τις 2,9 εκατοστιαίες μονάδες τις οποίες έχασε μετά τα Τέμπη και βρίσκεται πλέον στο 30,9%, ποσοστό που με αναγωγή επί των εγκύρων ανεβαίνει στο 31,7%. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί με 25,7% (+0,7%) στην πρόθεση ψήφου, που γίνεται 26,4% με την αναγωγή και αποτελεί την καλύτερη έως τώρα επίδοση της Κουμουνδούρου από τον Δεκέμβριο του 2021.
Στο ίδιο διάστημα, το σταθερά τρίτο ΠΑΣΟΚ υποχώρησε και από το 15,2% βρίσκεται πια στο 9,5% (-0,2% από την προηγούμενη έρευνα), επίδοση που θολώνει την εντύπωση ότι θα περνούσε τον πήχη του διψήφιου ποσοστού που είχε δημιουργηθεί μετά την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη. Το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη χάνει μεν σχεδόν το 1/4 όσων το ψήφισαν το 2019 (16,2% προς τη Ν.Δ. και 8,1% προς τον ΣΥΡΙΖΑ), πλην όμως έχει θετικό ισοζύγιο, καθώς αποσπά μεγαλύτερες δυνάμεις αφού ψηφίζεται από το 8,4% όσων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και το 4,1% των Νεοδημοκρατών.
Τα κέρδη των «αντισυστημικών»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα σύμφωνα με το οποίο η αποκαλούμενη «αντισυστημική ψήφος» που πυροδοτήθηκε μετά τη μοιραία σύγκρουση των αμαξοστοιχιών αντέχει ακόμη. Τη βρίσκουμε να αποτυπώνεται στα αυξημένα ποσοστά του ΚΚΕ, το οποίο ανεβαίνει στο 5,8% (+0,2%). Οπως και στις πιο έντονα ανοδικές επιδόσεις του ΜέΡΑ 25, το οποίο, ενώ έως τον Φεβρουάριο βολόδερνε στο κατώφλι του 3% για την είσοδο στην επόμενη Βουλή, με το 4,2% (+0,7% από την προηγούμενη έρευνα) που συγκεντρώνει, υπερσκέλισε την Ελληνική Λύση που παραμένει στο 3,9%.
Πόλος υποδοχής «αντισυστημικών» ψηφοφόρων είναι ακόμη το Εθνικό Κόμμα Ελληνες του έγκλειστου στις φυλακές Ηλία Κασιδιάρη, που κινείται ανοδικά στο 3,7% (+0,7%), παρόλο που η συμμετοχή του στις κάλπες θα κριθεί με βάση τη νέα νομοθεσία για τις εγκληματικές οργανώσεις από τον Αρειο Πάγο μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών.
Στην ουρά της κατάταξης ξεχωρίζει η εμφάνιση στο 1,1% της Πλεύσης Ελευθερίας, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στη δυναμική παρουσία που είχε στα δικαστικά δρώμενα των Τεμπών η αρχηγός της Ζωή Κωνσταντοπούλου. Στο 1% καταγράφεται επίσης η Εθνική Δημιουργία των Θάνου Τζήμερου και Φαήλου Κρανιδιώτη, ενώ οι υπόλοιποι εξωκοινοβουλευτικοί σχηματισμοί της άκρας Δεξιάς είναι κάτω από τη μία ποσοστιαία μονάδα.
Διείσδυση Μητσοτάκη σε κεντρώους και αναποφάσιστους
Με υπεροχή 11,7 μονάδων πάνω από τον βασικό του αντίπαλο Αλέξη Τσίπρα στο ερώτημα «Ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο στο τιμόνι της χώρας;», ο πρωθυπουργός αποτελεί το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης. Στο σχετικό ερώτημα, το 43,7% δήλωσε την προτίμησή του στον κ. Μητσοτάκη, έναντι του 32% που υπέδειξε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ και του 24,3% που δεν απάντησε.
Εμπιστοσύνη στον νυν πρωθυπουργό εκφράζει η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί (82,4%) και κεντροδεξιοί (78,4%), ενώ προσελκύει μερίδα των κεντρώων (52,6%) και διεισδύει στους κεντροαριστερούς (17,7%) και σε όσους δηλώνουν ότι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη πολιτική ταύτιση (30,8%). Επίσης τον προτιμά το 54,2% των ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ, καθώς και το 29,5% όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν.
Αντιστοίχως, ο κ. Τσίπρας υπερέχει στους κεντροαριστερούς (68,9%) και στους αριστερούς (62,5%), αλλά εμφανίζει χαμηλή διείσδυση σε άλλους πολιτικούς χώρους, με πιο χαρακτηριστική την περιορισμένη στο 25% προτίμηση που του δείχνουν οι κεντρώοι. Ενώ από τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ κερδίζει μόνο το 20,1% και από τους αναποφάσιστους το 16,2%.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι εξάλλου ο δημοφιλέστερος μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, αν και η εικόνα του επλήγη μετά την τραγωδία των Τεμπών. Από 48,6% θετικές γνώμες που είχε τον Φεβρουάριο, στις αρχές Μαρτίου υποχώρησε στο 38,9% και τώρα βρίσκεται στο 40,7%. Τον χωρίζουν 9,5 μονάδες από τον Αλέξη Τσίπρα, που ανέβηκε στο 31,2, αλλά υπολείπεται και πάλι από το 33,2% που είχε τον Φεβρουάριο. Ανατροπή εμφανίζεται στην τρίτη θέση, καθώς ο Δημήτρης Κουτσούμπας καταγράφει άνοδο σχεδόν 5 μονάδων που τον οδηγούν στο 30,9%. Πτωτικά κινείται αντιθέτως η δημοφιλία του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος με 24,6% πέρασε τέταρτος και τον πλησίασε αρκετά ο Γιάνης Βαρουφάκης που έφτασε στο 23,9%. Την εξάδα συμπληρώνει ο Κυριάκος Βελόπουλος με 16,6%.
Η ανάμνηση του ΣΥΡΙΖΑ και η παράσταση νίκης
Σε πορεία ανάκαμψης της εικόνας της κινείται εξάλλου και η κυβέρνηση, παρόλο που το ισοζύγιο στην αξιολόγησή της από τους πολίτες είναι αρνητικό. Θετική αποτίμηση της κυβερνητικής θητείας κάνει το 43,6% των ερωτηθέντων (από 48,9% που ήταν τον Φεβρουάριο), ενώ αρνητικά αξιολογείται από το 56,2% (έναντι 50,2% τον προπερασμένο μήνα). Θετικό πρόσημο της βάζει το 44,8% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και το 30,4% των αναποφάσιστων, ενώ από τις ίδιες δεξαμενές αρνητική προαίρεση δηλώνεται από το 55,3% και το 69,5% αντίστοιχα.
Την ίδια ώρα πάντως φαίνεται ότι η απογοήτευση των πολιτών από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υποχωρήσει. Το 44,2% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι τα πράγματα θα ήταν σήμερα χειρότερα αν το 2019 είχε κερδίσει τις εκλογές το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Οτι θα ήταν περίπου τα ίδια εκτιμά το 33,9%, ενώ στο 19,4% περιορίζονται εκείνοι που νοσταλγούν την «πρώτη φορά Αριστερά», πιστεύοντας ότι θα ήμασταν σε καλύτερη κατάσταση αν είχε ανανεωθεί η θητεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ενώ τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι σχεδόν ισοδύναμα στη συσπείρωση των παλαιών τους ψηφοφόρων (67,3% η Ν.Δ. και 67,9% ο ΣΥΡΙΖΑ), η κυβερνητική παράταξη εμφανίζεται να έχει τεράστια απόσταση στη λεγόμενη «παράσταση νίκης», δηλαδή στην πεποίθηση των συμμετεχόντων στην έρευνα για το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης.
Επικράτηση της Ν.Δ. «βλέπει» το 61% των ερωτηθέντων, εκ των οποίων μάλιστα το 14,8% πιστεύει ότι θα έχει διαφορά μεγαλύτερη των 6 μονάδων και το 46,2% μικρότερη. Πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει το 26,2% του συνόλου των ερωτηθέντων, εκ των οποίων το 5,7% τη βλέπει να είναι μεγάλη και το 20,5% μικρή. Ενδεικτικό του κλίματος πάντως είναι ότι πρόβλεψη για γαλάζια νίκη κάνει το 85,1% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και το 35,8% όσων θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αναποφάσιστοι
Συμπερασματικά, πάντως, και παρόλο που είναι δύσκολο να γίνουν τελικές προβολές του εκλογικού αποτελέσματος όταν το ποσοστό των αναποφάσιστων παραμένει στην περιοχή του 10%, τα ευρήματα της έρευνας της Marc δείχνουν ότι από την πρώτη κάλπη είναι εξίσου πιθανό να προκύψουν άκρως οριακές αριθμητικές πλειοψηφίες τόσο για συνεργασία της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ όσο και για συγκρότηση της λεγόμενης «κυβέρνησης των ηττημένων», δηλαδή τη σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25.
Με βάση τους συσχετισμούς της μέτρησης, το πρώτο άθροισμα κυμαίνεται περί το 45,5% και το δεύτερο κοντά στο 44,5%. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το ενδεχόμενο για πλειοψηφία 151 βουλευτών από την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής θα εξαρτηθεί από το συνολικό ποσοστό που θα λάβουν τα κόμματα τα οποία θα μείνουν εκτός Βουλής. Αν το άθροισμά τους κυμανθεί πάνω από το 8%, τότε όλα είναι ανοιχτά.
Ολα δύσκολα και όλα πιθανά
Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη προκάλεσε ισχυρά συναισθήματα λύπης και θυμού στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Πέραν των προφανών αιτιών, αποκάλυψε με τραγικό τρόπο τις «τρύπες» του κρατικού οικοδομήματος, τις χρόνιες ανεπάρκειές του, αλλά και την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να τις αντιμετωπίσει έγκαιρα και με αποτελεσματικό τρόπο. Η ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα πληγώθηκε ακόμη περισσότερο και ο αντίκτυπος της πρόσφατης τραγωδίας αποτυπώθηκε στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν, τόσο στην αξιολόγηση των πολιτικών δυνάμεων όσο και στις εκλογικές διαθέσεις εν όψει βουλευτικών εκλογών.
Η εικόνα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και το κυβερνών κόμμα δέχτηκαν το ισχυρότερο πλήγμα, ωστόσο οι απώλειες της Ν.Δ. δεν κεφαλαιοποιήθηκαν από την αξιωματική αντιπολίτευση, ούτε από το ΠΑΣΟΚ. Η αδιευκρίνιστη ψήφος και η διάθεση αποχής αυξήθηκαν, ενώ τάση ενίσχυσης κατέγραψαν το μικρότερα «αντισυστημικά» κόμματα. Οι αλλαγές αυτές, αν και σημαντικές, δεν μετέβαλαν τη μεγάλη εικόνα, αλλά αναμφισβήτητα αύξησαν την αβεβαιότητα και τα ερωτήματα ως προς τη συνέχεια των πραγμάτων.
Εναν μήνα μετά το τραγικό γεγονός τα έντονα συναισθήματα της αρχικής περιόδου καταλαγιάζουν, αλλά το αποτύπωμά του παραμένει στο εθνικό υποσυνείδητο. Το τραύμα παραμένει ανοιχτό και τόσο η τιμωρία των ενόχων όσο και η επιβολή μέτρων που θα κάνουν πράξη το «ποτέ ξανά» είναι ισχυρά κοινωνικά αιτήματα.
Στην παρούσα πρώτη δημοσκόπηση μετά την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών καταγράφονται αξιοσημείωτες μεταβολές σε σύγκριση με τις πρώτες εν θερμώ δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν αμέσως μετά το τριήμερο πένθος.
Μετά την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών σκιαγραφούνται και πάλι σημάδια αύξησης του δικομματισμού. Η Ν.Δ. επανακτά τις μισές από τις απώλειές της που αναλογούν στο 1,3% του εκλογικού σώματος από το 2,9% που είχε απολέσει μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, και παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει αύξηση κατά 0,7%. Ταυτόχρονα συνεχίζεται η τάση ανόδου του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και του Εθνικού Κόμματος – Ελληνες, ενώ εμφανίζεται για πρώτη φορά η Πλεύση Ελευθερίας άνω του 1%. Η «γκρίζα ζώνη» της αδιευκρίνιστης ψήφου περιορίζεται από 14,6% σε 11,9%.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, παρότι απασχόλησε την επικαιρότητα με τις τοποθετήσεις του αρχηγού του, δεν κατορθώνει να βελτιώσει τα ποσοστά του. Η δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη, ότι σε ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία δεν θα δεχόταν για πρωθυπουργό ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ούτε τον Αλέξη Τσίπρα, δεν βρίσκει μεγάλη αποδοχή στο εκλογικό σώμα.
Η καταγραφή των εκλογικών συσχετισμών την παρούσα περίοδο παρουσιάζει συνεχείς μεταβολές, αλλά όχι δομικές ανατροπές. Οι μεταβολές αυτές όμως είναι ικανές να δημιουργήσουν περισσότερα ερωτήματα και λιγότερες βεβαιότητες ως προς τις δυνατότητες σχηματισμού κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Το μόνο που αποκλείεται είναι ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης με την απλή αναλογική. Με δεδομένες τις προϋποθέσεις που θέτουν τα δύο εκλογικά συστήματα που ενδεχομένως απαιτηθεί να εφαρμοστούν, όλα τα άλλα ενδεχόμενα προβάλλουν ταυτόχρονα και δύσκολα και πιθανά.