Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου θα διεξαχθούν σε ένα πολιτικό τοπίο ξεκάθαρο μεν, πρωτόγνωρο δε. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε διπλές εκλογές, αλλά είναι η πρώτη φορά που οι δεύτερες διεξάγονται μετά από τόσο μεγάλη διαφορά από τις πρώτες και επιπλέον με νέο εκλογικό νόμο.
Όταν όλα φαίνονται απλά και εύκολα, λοιπόν, ας μπει και ένας αστερίσκος. Γιατί το ασυνήθιστο, μπορεί να είναι σε κάποιο βαθμό και απρόβλεπτο.
Σε αυτό το περιβάλλον, έχουμε μπροστά μας 3 εκλογικά διακυβεύματα:
-Αν θα επιτύχει αυτοδυναμία η ΝΔ.
-Αν θα είναι 2ο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ ή μπορεί να κάνει την ανατροπή το ΠΑΣΟΚ.
-Και αν θα καταφέρουν να μπουν στη Βουλή κόμματα που στις 21 Μαΐου έφτασαν κοντά, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Πλάι σε αυτά, υπάρχει και το επιμέρους ζήτημα των βουλευτών που θα κερδίσουν ή θα χάσουν τη θέση τους στη Βουλή – θα υπάρξουν σίγουρα και βουλευτές της μίας μέρας…
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα εξαρτηθεί από το πόσο σημαντικό κρίνουν οι πολίτες το καθένα από αυτά τα διακυβεύματα, αλλά και πόσο προδιαγεγραμμένη ή όχι θεωρούν την απάντησή του.
Το πιο κρίσιμο για τη χώρα ζήτημα, βέβαια, είναι το αν θα υπάρξει αυτοδυναμία. Εδώ αξίζει μια παρένθεση, για να εξηγηθεί ότι η επίτευξη αυτοδυναμίας δεν εξαρτάται από τη διαφορά 1ου- 2ου, αλλά αποκλειστικά από δύο ποσοστά: το ποσοστό του 1ου και το συνολικό ποσοστό που μένει εκτός Βουλής.
Όσο μειώνεται το ποσοστό των εκτός Βουλής, τόσο ανεβαίνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Στις πρόσφατες εκλογές, έφτασε στο 16%, το οποίο συνεπάγεται όριο περίπου 36% για την αυτοδυναμία. Ενώ αν π.χ. μπουν στη Βουλή Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας και ΜέΡΑ25 και το ποσοστό αυτό πέσει κοντά στο 6%, θα απαιτείται λίγο κάτω από 39% για αυτοδυναμία.
Στην πρόσφατη κάλπη, καταγράφηκε ένα πολύ ισχυρό αίτημα διακυβέρνησης. Αν αυτή η τάση επαληθευτεί στις προσεχείς εκλογές, τότε η ΝΔ θα επιτύχει πανηγυρικά το στόχο της. Πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση θα αντιμετωπίσει μόνο αν αρκετοί ψηφοφόροι της θεωρήσουν δεδομένο το αποτέλεσμα και θέσουν άλλες προτεραιότητες.
Το πρώτο που πρέπει να προσέξει η ΝΔ, λοιπόν, είναι η χαλαρή ψήφος (ή μη ψήφος). Μην πουν ψηφοφόροι της «20 μονάδες διαφορά, ας πάμε για μπάνιο» ή «ας ψηφίσουμε κάτι άλλο». Από την άλλη, βέβαια, αποχή και χαλαρότητα σπανίως πλήττουν κυρίως τον πρώτο, διότι συνήθως οι αντίπαλοί του χάνουν περισσότερο λόγω απογοήτευσης.
Μία πρακτική δυσκολία για τη ΝΔ είναι ότι αυτή τη φορά πρέπει να επανασυσπειρώσει τους ψηφοφόρους της, χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να επικαλεστεί τον «μπαμπούλα» του ΣΥΡΙΖΑ. Η καλύτερη συνταγή για συσπείρωση, είναι ο συνδυασμός ενός ρεαλιστικού θετικού μηνύματος με μια «απειλή». Με τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο χαμηλά, η μόνη απειλητική προοπτική που μπορεί να επικαλεστεί η ΝΔ είναι ο κίνδυνος ακυβερνησίας. Μένει να φανεί πόσο στα σοβαρά θα την πάρουν οι ψηφοφόροι της.
Από εκεί και πέρα, πρέπει να δείξει προσοχή και σε κάποιες συγκεκριμένες επιμέρους ομάδες ψηφοφόρων της. Ιδίως τους προερχόμενους από το κέντρο ή το ΠΑΣΟΚ που την ψήφισαν πρωτίστως επειδή δεν ήθελαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα ενδεχομένως θα μπορούσαν να δουν ως πιο ελκυστική «αντιΣΥΡΙΖΑ επιλογή» την ψήφο στο ΠΑΣΟΚ. Αυτούς η ΝΔ πρέπει να τους πείσει ότι «ψηφίζουμε κυβέρνηση και όχι αντιπολίτευση».
Επιπλέον, ίσως χρειαστεί έναν ειδικό σχεδιασμό και για κάποιους που αυτοτοποθετούνται στη δεξιά της πτέρυγα. Μην ξεχνάμε ότι η ΝΔ έχει ένα 10% περίπου στα δεξιά της και από ένα μέρος του θα μπορούσε να αντλήσει αλλά και να χάσει ψήφους.
Τέλος, υπάρχουν και ψηφοφόροι που ψήφισαν με πιο ισχυρό κίνητρο τον σταυρό σε κάποιον υποψήφιο βουλευτή, οι οποίοι χρειάζονται επίσης ειδική διαχείριση.
Φυσικά, μαζί με αυτά, πρέπει να αποφύγει την έπαρση του βέβαιου νικητή.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει πιο δομικά προβλήματα. Ιδανικά, στοχεύει στο να ανεβάσει τα ποσοστά του. Πρώτα απ’ όλα, όμως, πρέπει να συγκρατήσει τους ψηφοφόρους του της περασμένης Κυριακής -κάτι όχι δεδομένο, αφού υπάρχει μεγάλη απογοήτευση. Ενώ υπολόγιζε ότι θα έχει εναλλακτικές δεξαμενές για να αντλήσει ψήφους από τις πρώτες στις δεύτερες εκλογές, τώρα ανησυχεί και για το αντίθετο: τις πολλές κατευθύνσεις προς τις οποίες κινδυνεύει να απολέσει ψήφους.
Μια λογική αντίδραση θα ήταν να επιχειρήσει μια συναισθηματική κινητοποίηση των ψηφοφόρων του. Να διεκδικήσει ψήφους συμπάθειας, όσο είναι δυνατό, στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της κεντροαριστεράς. Για να το πετύχει, οπωσδήποτε θα πρέπει να δείξει και κάποια πειστική αυτοκριτική.
Γενικότερα, το στοίχημα για το κόμμα του κ.Τσίπρα είναι να πείσει τους ψηφοφόρους πως η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια χαμένη ψήφος.
Πάντως, οι περισσότερες έως τώρα αντιδράσεις και δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του, δείχνουν ένα παρατεταμένο σοκ, έλλειψη ψυχραιμίας και στρατηγική σύγχυση.
Αντιθέτως, στο ΠΑΣΟΚ, το πιο σημαντικό που έχει καταφέρει ο κ.Ανδρουλάκης είναι μια ισορροπία ανάμεσα στα παραδοσιακά σύμβολα, συνθήματα και αρχές του Κινήματος, αλλά και σε μία πιο φρέσκια, σύγχρονη εικόνα που του δίνει το δικαίωμα να εμφανίζεται ως κάτι «νέο». Το επόμενο διάστημα θα φανεί αν μπορεί να αλλάξει επίπεδο.
Καλείται να δείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα ως αντιπολίτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο αναδεικνύοντας τη δική του πρόταση αντιπολίτευσης, όχι πλειοδοτώντας σε πρακτικές που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν απέδωσαν.
Είναι πάντως δεδομένο ότι, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, τα επόμενα χρόνια θα διεξαχθεί μάχη για την κυριαρχία στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Όσο για τα 3 κόμματα που έφτασαν κοντά στη Βουλή και ιδίως για Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας, που έφτασαν στο 2,9%: Συνήθως, όταν ένα κόμμα φτάσει να γίνει πιο ορατό, πιο γνωστό, κινητοποιεί και επιπλέον ψηφοφόρους. Πόσο μάλλον τώρα που δεν θα έχουμε συνθήκες έντονης πόλωσης στην κορυφή. Ένας κίνδυνος, ιδίως για τη Νίκη, είναι να θεωρηθεί η είσοδός της στη Βουλή ως ένα επιπλέον εμπόδιο για την αυτοδυναμία.
Μαζί με όλα τα προηγούμενα, βέβαια, στις 25 Ιουνίου θα διαφανεί και κάτι ακόμα: Κατά πόσον διαμορφώνεται στο πολιτικό σκηνικό μια προοπτική μακράς κυριαρχίας της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
*Άκης Γεωργακέλλος, σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής / Liberal