Η Ελλάδα, ως μέλος της, στα χαρτιά, ενωμένης Ευρώπης, αποτελεί μέρος και επηρεάζεται από την τεκτονική αλλαγή που προκαλεί σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο η πολιτική του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ.
Η οικονομία είναι εθνική ασφάλεια και η Ευρώπη, ανακαλύπτει, με οδυνηρό τρόπο, ότι στη δεύτερη προεδρία Τραμπ, το αστείο και η εποχή του τσάμπα στην πλάτη της Αμερικής, λαμβάνει τέλος. Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, τρέχει να προτείνει μηδέν για μηδέν δασμούς στα βιομηχανικά προϊόντα, ανακαλύπτοντας ξαφνικά το ελεύθερο. Το πρόβλημα για όλους εμάς στην Ευρώπη είναι ότι είναι πολύ αργά για δάκρυα.
Η Ευρώπη θα έπρεπε να είχε κάνει αυτή την προσφορά εδώ και πολύ καιρό – πριν από τους πρώτους δασμούς, πριν από τις διαμάχες για τον χάλυβα και το αλουμίνιο, πριν από τις υποκριτικές προσφυγές στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).
Για χρόνια οι Βρυξέλλες και οι ελίτ της Ευρώπης, έκαναν διαλέξεις στις αμερικανικές κυβερνήσεις, αναφορικά με τις υποτιθέμενες αρετές των πολυμερών εμπορικών καθεστώτων, τα οποία βέβαια ήταν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των συμφερόντων τους.
Για δεκαετίες οι Αμερικανοί φορολογούμενοι επιδοτούν την ευρωπαϊκή ειρήνη, την ευημερία και τη στρατηγική ανυπαρξία της Ευρώπης.
Στο ίδιο διάστημα, η Ευρώπη χρησιμοποίησε αυτή την επιδότηση για να οικοδομήσει σοσιαλδημοκρατίες στην πλάτη της αμερικανικής σκληρής ισχύος, προκαλώντας ταυτόχρονα μια βιομηχανική παρακμή της Αμερικής.
Το ίδιο λίγο πολύ συνέβη στην Ελλάδα, η οποία βασιζόμενη στον πακτωλό επιδοτήσεων από την ΕΕ και τα επιδόματα, κατέστρεψε τη βιομηχανίας της, την γεωργική της παραγωγή και εξελίχθηκε σε μια χώρα που ζει από δανεισμό και διακρίνεται από υπογεννητικότητα.
Είτε μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ είτε μέσω του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, η Αμερική προμήθευσε τα στρατεύματα, τα όπλα και το θησαυροφυλάκιο. Σε αντάλλαγμα, η Ευρώπη επέβαλε δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα, μήνυσε αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, ανέθεσε την ενεργειακή πολιτική της στη Ρωσία και παρέδωσε τη βιομηχανική πολιτική στις Βρυξέλλες.
Σήμερα, μετά από όλα αυτά η Ευρώπη φωνάζει, ότι οι δασμοί του Τράμπ δεν είναι τρόπος αντιμετώπισης ενός συμμάχου.
Και είναι να αναρωτιέται κανείς, πού ήταν το μηδέν-για-μηδέν όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ανοικοδόμησε την αμερικανική δύναμη μετά τα χρόνια του στασιμοπληθωρισμού; Πού ήταν όταν ο Μπιλ Κλίντον πίεσε για την είσοδο της Κίνας στον ΠΟΕ, ενώ η Ευρώπη αποκόμιζε χωρίς να ιδρώσει τα κέρδη; Πού ήταν όταν ο Μπαράκ Ομπάμα παράτησε τις διατλαντικές σχέσεις και έχρισε την Άνγκελα Μέρκελ ως ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου, με τις καταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη, που όλοι πλέον γνωρίζουμε;
Πολύ απλά δεν υπήρχε, διότι ποτέ κανείς στις Βρυξέλλες και στα σαλόνια των ευρωπαϊκών ελίτ δεν φοβήθηκε ότι θα χάσει την πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.
Και ξαφνικά ήρθε η δεύτερη προεδρία Τράμπ και μια εμπορική πολιτική της Αμερικής, καθοδηγούμενη από στρατηγικό συμφέρον και έναν κόσμο όπου η παλιά κομπίνα για κέρδος έχει τελειώσει.
Η πρόταση της Φον ντερ Λάιεν δεν είναι χειρονομία καλής θέλησης. Είναι μια έκκληση από έναν στριμωγμένο τεχνοκράτη που βλέπει τι έρχεται.
Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πιο ισχυρή δόση πραγματικότητας, από αυτή που υπέστη στην πρώτη προεδρία Τραμπ το 2018, όταν επέβαλε δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο της ΕΕ, και αρνήθηκε να εκφοβιστεί στο Νταβός, λέγοντας στα μέλη του ΝΑΤΟ να πληρώσουν το δίκαιο μερίδιό τους ή αλλιώς.
Η χορωδία των μέσων ενημέρωσης, στην υπηρεσία του συστήματος της παγκοσμιοποίησης, προειδοποιεί ότι οι δασμοί του Τραμπ θα πυροδοτήσουν εμπορικούς πολέμους και θα απομονώσουν την Αμερική. Και παρόλα αυτά, οι Βρυξέλλες φλερτάρουν με τον απομονωτιστή, όπως τον αποκαλούν, Τραμπ, με μια προσφορά να μηδενίσουν τους δασμούς στα βιομηχανικά προϊόντα.
Την ίδια στιγμή βέβαια, το κατεστημένο και οι ελίτ της παγκοσμιοποίησης, πίσω από τις κλειστές πόρτες, παραδέχονται ότι οι δασμοί του Τραμπ, λειτουργούν – όχι προκαλώντας πόνο, αλλά εκθέτοντας το ψέμα ότι το μονόπλευρο εμπόριο θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα.
Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να πουλάει αυτοκίνητα στο Ντιτρόιτ, ενώ απαγορεύει το μοσχαρίσιο κρέας από την Αμερική. Δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην τεράστια αγορά της Αμερικής, ενώ θωρακίζει τις κρατικά υποστηριζόμενες βιομηχανίες πίσω από τείχη προστασίας.
Αφήνουν τους ευρωπαίους πολίτες στο σκοτάδι, και δεν τους λένε ότι το «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σύνθημα, αλλά ένας στρατηγικός άξονας που ενώνει την προσέγγισή του στο εμπόριο, με την άμυνα, την ενέργεια και τη διπλωματία.
Ότι στέλνει ένα σαφές μήνυμα στον κόσμο. Εάν θέλετε πρόσβαση στη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο, καλύτερα να σταματήσετε να αντιμετωπίζετε τους Αμερικανούς εργαζόμενους σαν δευτερεύουσες οντότητες και τις αμερικανικές βιομηχανίες όπως τα ΑΤΜ, ειδικά εάν η εθνική σας ασφάλεια εξαρτάται από την αμερικανική στρατιωτική δύναμη.
Φυσικά, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον και οι ευρωκεντρικές συντεχνίες, αντιδρούν. Υποστηρίζουν την παλιά τάξη πραγμάτων, όπου οι διπλωμάτες κάνουν διαλέξεις, οι Αμερικανοί πληρώνουν και οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες περνάνε καλά. Παροτρύνουν τον Τραμπ να κάνει συμφωνία, γιατί το συγκρουσιακό του στυλ, είναι αδιέξοδο και πρέπει να επιστρέψει στην κανονική διπλωματία.
Οι ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να κατανοήσουμε, ότι εάν η Ευρώπη πιστεύει πραγματικά στο ελεύθερο εμπόριο, η πρόταση μηδέν για μηδέν είναι μια αρχή, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει εκεί. Πρέπει να επεκταθεί στη γεωργία, τις ψηφιακές υπηρεσίες, τις ενεργειακές υποδομές και τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Και το τελευταίο είναι το πλέον σημαντικό. από αυτά είναι το μεγαλύτερο από αυτά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδίδει ένα πλήθος εμφανών και συγκεκαλυμμένων διαταγμάτων που έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίσουν την πρόσβαση στην αγορά για ολόκληρες κατηγορίες αμερικανικών αγαθών. Αυτό, πλέον, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Δεν πρόκειται για τιμωρία συμμάχων. Πρόκειται για τον τερματισμό της συμφωνίας δεκαετιών στην οποία η Αμερική προστατεύει την Ευρώπη, τροφοδοτεί την ανάκαμψή της και πληρώνει το λογαριασμό.
Για δεκαετίες, η Ευρώπη απολαμβάνει την προστασία, την ευημερία και την υπομονή της Αμερικής, νουθετώντας της για τη διπλωματία, την οικονομία και την ηθική.
Δυστυχώς για την Ευρώπη, σήμερα στην Ουάσιγκτον υπάρχει ένας Πρόεδρος, που για όλα τα παραπάνω απαιτεί αντάλλαγμα.
Οι μη εκλεγμένοι – χρυσοπληρωμένοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και οι αποτυχημένες πολιτικές ηγεσίες, πρέπει να πουν την αλήθεια στους πολίτες της Ευρώπης. Εάν δεν το πράξουν, το κόστος θα είναι ανεπανόρθωτο.
- Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.