Το ερώτημα δεν είναι καθόλου ρητορικό. Τίθεται επιτακτικά προς απάντηση από την ίδια την πραγματικότητα, ιδιαίτερα τώρα που για πρώτη φορά στην ιστορία της, η βορειοατλαντική συμμαχία βρίσκεται σε τόσο δύσκολη -ίσως και οριακή- φάση.
Γράφει ο Λευτέρης Στάικος
Αρχικά να ορίσουμε το ΝΑΤΟ. Είναι μια πολιτικοστρατιωτική (λύκο)συμμαχία, η οποία ιδρύθηκε το 1949 με στόχο να αντιμετωπίσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», ο οποίος με το τέλος του Β’ ΠΠ φάνηκε να απειλεί ευθέως το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Πρώτα στην Ευρώπη και ύστερα και στις υπόλοιπες ηπείρους η σοσιαλιστική οικοδόμηση έγινε ο φόβος και ό τρόμος για τις κυρίαρχες αστικές τάξεις που είδαν την εξουσία τους να κλυδωνίζεται.
Για όσο υπήρχε το αντίβαρο του ΝΑΤΟ, δηλαδή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η βορειοατλαντική συμμαχία όπως είθισται επίσης να αποκαλείται, είχε κάθε λόγο να ενισχύεται και να μεριμνά για την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμισή της, μιας που ο ιδεολογικός, πολιτικός, οικονομικός της εχθρός ήταν εμφανής και υπολογίσιμος. Μετά το 1991 όμως;
Σε έναν κόσμο που άλλαζε ουσιωδώς περνώντας από τον 20ο στον 21ο αιώνα, το ΝΑΤΟ έπρεπε κι αυτό να αλλάξει. Πλέον δεν ήταν το σοσιαλιστικό σύστημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, αλλά ήταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ που έπρεπε να διασφαλιστούν σε έναν πλήρως καπιταλιστικό κόσμο και μαζί να γίνει κατανοητό σε όλο τον πλανήτη, ακόμα και στα άλλα κράτη-μέλη της συμμαχίας, ότι οι Αμερικάνοι κεφαλαιοκράτες εξελίχθηκαν στους αδιαμφισβήτητους πλανητάρχες.
Προφανώς μαζί με τις ΗΠΑ, κι άλλες ισχυρές δυνάμεις ήλπιζαν στην περαιτέρω βελτίωση της θέσης τους στην διεθνή πυραμίδα μέσα από τις διαφορές ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές αποστολές, ωστόσο ήταν κοινό μυστικό και κοινά παραδεκτό ότι οι Αμερικάνοι ήταν η ηγέτιδα δύναμη, σε σημείο που το ίδιο το ΝΑΤΟ ταυτίστηκε με τις ΗΠΑ και τις οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις τους.
Από το 1991 και μετά, το ΝΑΤΟ ήταν κυριολεκτικά παντού. Σε Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Αφρική, πίσω από πραξικοπήματα και ανεβοκατεβάσματα κυβερνήσεων, πίσω από μαύρα κονδύλια και μαύρες επιχειρήσεις παντός τύπου.
Φυσικά, σε όλα αυτά οι ΗΠΑ δεν ήταν μόνες τους, αλλά συνεπικουρούνταν σχεδόν από όλες τις άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ, αν και με τεράστιες ανομοιομορφίες. Σε πολλές δε περιπτώσεις, η αρωγή χωρών όπως πχ η Ελλάδα, ήταν σχεδόν μηδαμινή, χωρίς αυτό ωστόσο να ακυρώνει τις ευθύνες της για την συνολική στήριξη των αιματοβαμμένων επεμβάσεων.
Το ΝΑΤΟ συνιστά μια τεράστια πολεμική μηχανή με δεκάδες χώρες- μέλη, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε εξοπλισμούς και απέραντες βάσεις, η οποία επιδιώκει από την σύστασή της τη διαρκή επέκτασή της, αρχικά με ήπια, «ειρηνικά μέσα» και όπου αυτό δεν είναι εφικτό, επιστρατεύει την συνήθη και προσφιλή της τακτική. Ένα πραξικόπημα, μια δήθεν αυθόρμητη εμφύλια σύγκρουση και στο τέλος η ανάδυση μιας «δημοκρατικής» κυβέρνησης που όλως τυχαίως επιλέγει να συστρατευθεί με τη δυτική πλευρά.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι στο στόχαστρο του ΝΑΤΟ έχουν μπει οι μέχρι πρότινος «ουδέτερες χώρες», όσο μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κάποια χώρα στο σύστημα αυτό που ζούμε ουδέτερη. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Φινλανδία, Σουηδία, Ουκρανία. Και η λίστα δεν σταματάει εκεί. Αν δούμε την περίπτωση της Γεωργίας, καταλαβαίνουμε ότι το ΝΑΤΟ επιδιώκει προοδευτικά, αργά και σταθερά να δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη Ρωσία, σε έναν πολύ κομβικό γεωστρατηγικά χώρο, με προοπτική την άσκηση αποφασιστικής επιρροής σε μια περιοχή που έχει μπει από καιρό στους οικονομικούς σχεδιασμούς και της Κίνας.
Με λίγα λόγια, το διακύβευμα για το ΝΑΤΟ είναι να πατήσει πόδι σε «οικόπεδα» που είτε δεν ήλεγχε ως τώρα, είτε θέλει να αξιοποιήσει σαν προπύργια ώστε να συνεχίσει την επόμενη προέλασή του.
Είναι σαφές ότι μιλάμε για μια κούρσα ανάμεσα σε ανταγωνιστικά στρατόπεδα που προωθούν και αναπτύσσουν την στρατηγική τους σε ένα τερέν που διέπεται από αλληλοεπικαλυπτόμενα και αντικρουόμενα συμφέροντα, γεγονός που εγκυμονεί συνεχείς κινδύνους ανάφλεξης και έκρηξης νέων μετώπων.
Το μεγάλο όμως ερώτημα που γεννιέται σήμερα σε σχέση με το ΝΑΤΟ, είναι αυτό της βιωσιμότητάς του, σε ένα momentum που παρατηρείται ένας μεγάλος κλονισμός στον πάλαι ποτέ συμπαγή πυρήνα του.
Με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη εν μέσω ενός πρωτοφανούς εμπορικού πολέμου, η βορειοατλαντική συμμαχία αρχίζει να εμφανίζει σοβαρά ρήγματα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα που θα οδηγήσουν.
Η σταδιακή και με το πιστόλι στο κρόταφο αποδοχή από πλευράς Ευρωπαίων της πρότασης Τραμπ για γενναία αύξηση των αμυντικών τους δαπανών, δεν συνεπάγεται και αποδοχή του ΝΑΤΟ εν γένει.
Αντίθετα, αυτή η υποχώρηση συνιστά μια αναγκαία κίνηση τακτικής προκειμένου να γλιτώσουν από την δασμολογική επίθεση που απειλεί να ισοπεδώσει την ήδη αναιμική τους βιομηχανία. Κατά τα άλλα, η Ευρώπη αρχίζει όλο και περισσότερο να συνειδητοποιεί πως θα πρέπει να αρχίσει να κινείται σε αυτόνομες ράγες όσο αφορά την αμυντική της θωράκιση, με το ReArm Europe να αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως το προσεχές διάστημα θα επανέλθουν στη δημόσια συζήτηση ιδέες και προσεγγίσεις που ακούγαμε στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, περί συγκρότησης Ευρωστρατού, μεγαλύτερης ομοσπονδοποίησης της ΕΕ, κλπ, σε μια λογική σταδιακής απαγκίστρωσης της γηραιάς ηπείρου από το αμερικανοκίνητο και αμερικανοκεντρικό ΝΑΤΟ.
Στην εξίσωση υπάρχει και μια ακόμα μεταβλητή, στενά συνδεδεμένη με τα παραπάνω. Σε περίπτωση που ο ένας από τους δύο κύριους εχθρούς του ΝΑΤΟ, δηλαδή η Ρωσία, επιτεθεί τα επόμενα χρόνια σε κάποια χώρα της Ευρώπης, όπως συχνά ακούγεται το τελευταίο διάστημα για τις χώρες της Βαλτικής, θα μιλάμε όχι απλώς για τον κίνδυνο ανάφλεξης και γενίκευσης του πολέμου, αλλά για την πραγμάτωση αυτής της τάσης γενίκευσης.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι τεράστιοι οικονομικοί και στρατιωτικοί πόροι που θα απαιτηθούν για να στηρίξουν αυτή τη χώρα απέναντι σε μια καλά εξοπλισμένη και προετοιμασμένη Ρωσία, θα είναι τόσοι πολλοί, που θα φέρουν νέες τριβές και διαμάχες, με την δυναμική των γεγονότων πιθανότατα να φέρνει στα όριά τους τους δυτικούς, οι οποίοι όχι μόνο έχουν κουραστεί από την εξέλιξη του Ουκρανικού αλλά επίσης βρίσκονται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο λόγω των κυρώσεων και του διεθνούς ανταγωνισμού.
Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι το ΝΑΤΟ θα διστάσει να εμπλακεί σε ένα ενδεχόμενο νέο μέτωπο. Ίσα ίσα. Θα εμπλακεί και δυναμικά γιατί δεν έχει άλλη εναλλακτική. Ωστόσο είναι πιθανό το ΝΑΤΟ να συρρικνωθεί και να αρχίζουν να ξεστρατίζουν πια από τις γραμμές του ορισμένες δυνάμεις που ήδη αρχίζουν να ασφυκτιούν από την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μιλάμε για ένα ΝΑΤΟ αριθμητικά πιο περιορισμένο, που θα έχει να τα βάλει όχι μόνο με το υπό διαμόρφωση ευρωασιατικό στρατόπεδο, αλλά ίσως και με ένα αμιγώς ευρωπαϊκό στρατόπεδο το οποίο θα έχει συγκροτηθεί σε ξεχωριστό σώμα.
Οι όποιες εξελίξεις βέβαια, θα καθοριστούν από τους παγκόσμιους συσχετισμούς δύναμης, από τον βαθμό οργάνωσης των άλλων συμμαχιών και κυρίως από την Ευρώπη, η οποία θα σταθμίσει πολύ προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις της, γνωρίζοντας πως πλέον έρχεται τρίτη στη σειρά μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα. Κι αυτό λέει πολλά από μόνο του. / militaire