Το τσαλάκωμα του Μερτς: Ένας κυβερνητικός συνασπισμός εκτός επαφής με τη Γερμανία και την Ευρώπη – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης – The President
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο συντηρητικός ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) της Γερμανίας, υπέστη ένα εκπληκτικό τσαλάκωμα στην προσπάθειά του να γίνει Καγκελάριος της Γερμανίας. Το γεγονός ότι ο Μερτς, ο Μερτς απέτυχε να εξασφαλίσει με την πρώτη ψηφοφορία την απαραίτητη πλειοψηφία, αποκάλυψε βαθιές ρωγμές εντός της συμμαχίας του και φανέρωσε μια ευρύτερη αποσύνδεση μεταξύ της πολιτικής ελίτ της Γερμανίας και του λαού της.
Αυτό το τσαλάκωμα, με φόντο την πρόσφατη απόφαση να χαρακτηριστεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ως «ακροδεξιά εξτρεμιστική» οργάνωση και τη εχθρική στάση της συμμαχίας απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, υπογραμμίζει μια ανησυχητική πραγματικότητα: η συμμαχική κυβέρνηση του Μερτς δεν αντικατοπτρίζει τη βούληση του γερμανικού εκλογικού σώματος ούτε τις ευρύτερες πολιτικές τάσεις που σαρώνουν την Ευρώπη. Αντιθέτως, προσκολλάται σε ένα ξεπερασμένο όραμα που κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τη Γερμανία και την ήπειρο.
Η συμμαχία του Μερτς, που περιλαμβάνει τη CDU, το βαυαρικό αδελφό κόμμα, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), σχηματίστηκε υπό πίεση για να δημιουργηθεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 2025. Παρά το γεγονός ότι το μπλοκ CDU/CSU εξασφάλισε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων με 28,5%, ο σχηματισμός της συμμαχίας απαιτούσε συμβιβασμούς που αποξένωσαν πολλούς ψηφοφόρους. Το SPD, με μόλις 16% των ψήφων, άσκησε δυσανάλογη επιρροή, με αποτέλεσμα μια συμφωνία συμμαχίας που επικρίθηκε ως προδοσία των κεντροδεξιών αρχών.
Το AfD, που κατέλαβε το 20,8% των ψήφων και τερμάτισε δεύτερο, αποκλείστηκε από τις συνομιλίες για τη συγκρότηση συμμαχίας, παρά την ισχυρή εκλογική του επίδοση. Αυτός ο αποκλεισμός, σε συνδυασμό με την απόφαση της Γερμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών να χαρακτηρίσει το AfD ως «ακροδεξιά εξτρεμιστική» ομάδα υπό επιτήρηση, έχει πυροδοτήσει κατηγορίες για πολιτική καταστολή και έχει βαθύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού προς το κατεστημένο.
Το τσαλάκωμα του Μερτς να εκλεγεί Καγκελάριος στην πρώτη ψηφοφορία, δεν είναι απλώς μια διαδικαστική αναποδιά, αλλά ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης κρίσης νομιμοποίησης. Δημοσκοπήσεις, δείχνουν το AfD να ξεπερνά τη CDU/CSU με 25% υποστήριξη, αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τα κόμματα του κατεστημένου. Η συν-ηγέτιδα του AfD, Άλις Βάιντελ, εκμεταλλεύτηκε αυτό το κλίμα, κατηγορώντας τη συμμαχία του Μέρτς ότι έχει «αδύναμες βάσεις» και ότι αγνοεί την απαίτηση του κοινού για αλλαγή.
Αναρτήσεις στο «X» αντικατοπτρίζουν αυτήν την απογοήτευση, με χρήστες να επισημαίνουν την οργή για τον χαρακτηρισμό του AfD, τις οικονομικές δεσμεύσεις της Γερμανίας προς την Ουκρανία και την συνεχιζόμενη μεταναστευτική κρίση ως λόγους για την εξέγερση βουλευτών εναντίον του Μερτς. Αποκλείοντας το AfD, ο κυβερνητικός συνασπισμός απορρίπτει τις ανησυχίες περισσότερων από έναν στους πέντε Γερμανούς ψηφοφόρους, δίνοντας προτεραιότητα στην ιδεολογική καθαρότητα έναντι της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Αυτή η αποσύνδεση δεν είναι μοναδική στη Γερμανία, αλλά αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση.
Σε όλη την Ευρώπη, συντηρητικά κινήματα, με πρόσημο το εθνικό συμφέρον κερδίζουν έδαφος, πυροδοτούμενα από την απογοήτευση με τις ελίτ που θεωρούνται αποκομμένες από την πραγματικότητα. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν ΛεΠεν, συνεχίζει να αμφισβητεί το κεντρώο κατεστημένο. Στην Ιταλία, τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι, ηγούνται μιας κυβέρνησης που βασίζεται στην εθνική κυριαρχία. Στη Ρουμανία, ο συντηρητικός υποψήφιος που εκφράζει αυτές τις ιδέες, κέρδισε εμφατικά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Αυτά τα κινήματα μοιράζονται έναν σκεπτικισμό απέναντι στη μη ελεγχόμενη μετανάστευση, τις οικονομικές πολιτικές της παγκοσμιοποίησης και τους υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέματα που συνάδουν με την πλατφόρμα του AfD. Αποκλείοντας το AfD και επιμένοντας σε μια ατζέντα παγκοσμιοποίησης και διατήρησης ενός συστήματος που έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών, η συμμαχία του Μερτς δεν μπορεί να εκφράσει αυτήν την τεκτονική μετατόπιση, τοποθετώντας τη Γερμανία απέναντι σε μια Ευρώπη που υιοθετεί όλο και περισσότερο λύσεις που έχουν στο κέντρο το εθνικό συμφέρον.
Η εχθρική στάση της συμμαχίας απέναντι στον Πρόεδρο Τραμπ υποδεικνύει περαιτέρω την αποσύνδεσή της με τις αναδυόμενες πολιτικές πραγματικότητες. Η κυβέρνηση Τραμπ πιέζει την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, να επανεξετάσει τις εμπορικές πολιτικές και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ασφαλείας που θέτουν η Ρωσία και η Κίνα. Ενώ ο Μερτς έχει δεσμευτεί να ενισχύσει τον αμυντικό προϋπολογισμό της Γερμανίας και να υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση στη μετανάστευση, οι παραχωρήσεις της συμμαχίας του στο SPD αποδυναμώνουν αυτές τις δεσμεύσεις. Η αντίσταση του SPD στις απορρίψεις στα σύνορα για τους αιτούντες άσυλο και η προτίμησή του για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έναντι των εθνικών συμφερόντων έρχονται σε σύγκρουση με την πρακτική, εστιασμένη στην ασφάλεια, προσέγγιση που υποστηρίζει ο Αμερικανός Πρόεδρος.
Επιπλέον, η κριτική της κυβέρνησης Τραμπ για τον χαρακτηρισμό του AfD, εκφρασμένη από ανώτατους Αμερικανούς αξιωματούχος, όπως ο Αμερικανός Αντιπρόεδρος, Τζέι Ντι Βανς, και ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, που αποκάλεσε το χαρακτηρισμό, “τυραννία μεταμφιεσμένη”, υπογραμμίζει τις διατλαντικές εντάσεις. Η υποστήριξη του Ίλον Μάσκ στο AfD ενισχύει περαιτέρω αυτό το χάσμα, σηματοδοτώντας ότι ισχυροί παγκόσμιοι παράγοντες βλέπουν την καταστολή των φωνών ανάδειξης και υποστήριξης του εθνικού συμφέροντος, από τη Γερμανία, ως λάθος βήμα.
Η συμμαχία του Μερτς είναι η λάθος επιλογή για τη Γερμανία και την Ευρώπη επειδή δίνει προτεραιότητα στη διατήρησης του ηττημένου συστήματος, έναντι της εκπροσώπησης της λαϊκής βούλησης, στην ιδεολογία έναντι της πρακτικότητας και στον παγκοσμιοποίηση έναντι της εθνικής κυριαρχίας. Οι μεταναστευτικές της πολιτικές, που περιλαμβάνουν τον τερματισμό προγραμμάτων εθελοντικής υποδοχής αλλά σταματούν πριν από τους ισχυρούς συνοριακούς ελέγχους που απαιτεί το AfD, αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες του κοινού για την πολιτιστική ενσωμάτωση και την ασφάλεια. Οικονομικά, το σχέδιο του Συνασπισμού, να μειώσει τους εταιρικούς φόρους και να δημιουργήσει ένα «Γερμανικό Ταμείο» για επενδύσεις επισκιάζεται από την υποχώρησή στις δαπάνες που προωθεί το SPD, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοσιονομική υπευθυνότητα σε μια εποχή που οι δασμοί του Τραμπ απειλούν την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας.
Στην άμυνα, ενώ ο Μέρτς υπόσχεται αύξηση των δαπανών, η εξάρτηση της συμμαχίας από ένα “σουηδικό μοντέλο” εθελοντικής στρατιωτικής θητείας στερείται της φιλοδοξίας που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα της Ρωσίας ή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ. Κυρίως, η άρνηση του Συνασπισμού, να συνεργαστεί με το εκλογικό σώμα του AfD αποξενώνει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, οδηγώντας το περαιτέρω προς τον εξτρεμισμό. Χαρακτηρίζοντας το AfD ως «εξτρεμιστικό οργανισμό» και απορρίπτοντας τους ψηφοφόρους του, ο Συνασπισμός κινδυνεύει να εδραιώσει τη διχόνοια αντί να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες της δυσαρέσκειας, όπως η οικονομική στασιμότητα, πιέσεις από τη μετανάστευση και αίσθηση εθνικής παρακμής.
Σε μια Ευρώπη όπου τα κόμματα που προωθούν το εθνικό συμφέρον και αντιδρούν στο κατεστημένο της παγκοσμιοποίησης, διαμορφώνουν όλο και περισσότερο την πολιτική, η επιμονή της Γερμανίας στην ορθοδοξία του συστήματος, την απομονώνει από συμμάχους όπως η Ιταλία και η Ουγγαρία, αποδυναμώνοντας την ηγεσία της εντός της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι ο Μερτς εκλέχθηκε, ιδρώνοντας, στη δεύτερη ψηφοφορία, η Γερμανία βρίσκεται ενώπιον ενός κυβερνητικού συνασπισμού, που αποτυγχάνει να αντικατοπτρίσει τη βούληση του λαού. Μια κυβέρνηση που αγνοεί ένα τόσο σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων, παρερμηνεύει την άνοδο των εθνικών κινημάτων της Ευρώπης και προκαλεί την αμερικανική κυβέρνηση, που πιέζει για τολμηρές μεταρρυθμίσεις, δεν μπορεί να ηγηθεί αποτελεσματικά.
Η Γερμανία και η Ευρώπη χρειάζονται ηγέτες που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της μετανάστευσης, της οικονομίας και της ασφάλειας κατά μέτωπο, όχι μέσω συμβιβασμών που καλύπτουν τις ρωγμές. Το τσαλάκωμα που υπέστη ο Μερτς στο ξεκίνημα της, χωρίς αμφιβολία, αδύναμης Καγκελαρίας του, αποτελεί ηχηρό καμπανάκι. Το μέλλον δεν βρίσκεται στην προσκόλληση σε μια εξασθενημένη δήθεν κεντρώα συναίνεση, αλλά στην υιοθέτηση των τολμηρών, πρακτικών λύσεων που οι ψηφοφόροι σε όλη την ήπειρο απαιτούν. Μόνο ακούγοντας τον λαό μπορεί η Γερμανία και συνολικά η Ευρώπη, να εξέλθουν από την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική παρακμή στην οποία έχουν εισέλθει.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.