CINEMA: Inside του Βασίλη Κατσούπη (video)

Share

Ενας ληστής έργων τέχνης εισβάλει σε ένα μοντέρνο ρετιρέ στο Μανχάταν για να κλέψει πίνακες ανεκτίμητης αξίας. Το ρίσκο είναι μικρό: ο ιδιοκτήτης δεν μένει εκεί – χρησιμοποιεί το διαμέρισμα, μόνο όταν επισκέπτεται την Νέα Υόρκη, λίγες φορές το χρόνο. Είναι συλλέκτης όμως και μόνο οι Εγκον Σίλε του κοστίζουν μια περιουσία. Ο ληστής περιηγείται στο διαμέρισμα γοργά και ικανά: είναι μάλλον κάτι που έχει ξανακάνει, με ταλέντο κι επιδεξιότητα. Μόνο που αυτή τη φορά, κάτι πάει στραβά. Το σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται, κλειδώνει αυτόματα κάθε έξοδο και τον παγιδεύει στο πολυτελές penthouse.

Η παροχή νερού κόβεται, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν, το ψυγείο έχει ελάχιστες προμήθειες, ενώ με το βραχυκύκλωμα κι ο θερμοστάτης μπλοκάρει σε υψηλές θερμοκρασίες. Κάπως έτσι, ένας άνθρωπος βρίσκεται κλειδωμένος με υποτυπώδες φαγητό, χωρίς νερό, στους 40 βαθμούς ενός χρυσού κλουβιού. Κανείς δεν ξέρει ότι είναι εκεί, κανείς δεν τον βλέπει από τις μεγάλες τζαμαρίες, κανείς δεν πρόκειται να έρθει να του ανοίξει την πόρτα. Κάπως έτσι, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον μικρό του εαυτό που θεωρούσε ότι η τέχνη είναι η μόνη αξία που θα διέσωζε. Είναι; Η παραμονή του σ’ αυτό το διαμέρισμα θα τεστάρει τα πιστεύω του, όπως και τα όριά του.

Ο Βασίλης Κατσούπης («Ο Φίλος μου ο Larry Gus») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο σινεμά μυθοπλασίας με ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ, τολμηρό και δύσκολο: ένας άνθρωπος, ένας χώρος, μία ιδέα. Μία όμως πανέξυπνη ιδέα, μελετημένη στη λεπτομέρεια, καλοδουλεμένα αναπτυγμένη στο σενάριό της. Ο Μπεν Χόπκινς που το υπογράφει δεν υποχωρεί ποτέ σε ευκολίες για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Ο ήρωας δεν μονολογεί επεξηγηματικά τις σκέψεις και τις πράξεις του, ώστε το κοινό να μη βαρεθεί από την έλλειψη διαλόγων. Γλωσσάρι της ταινίας είναι η εικόνα της, ο ρυθμός της, ο ψυχισμός της. Κινητήριος δύναμη του σεναρίου, η δαιμονισμένη ευρηματικότητα του απεγνωσμένου ανθρώπου να δραπετεύσει. Ή η απεγνωσμένη ακινησία του όταν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί.

Και παρόλο που όλο αυτό λειτουργεί και σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ενός αγωνιώδους ψυχολογικού θρίλερ επιβίωσης με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο («All is Lost», «Nαυαγός», «Gravity»), η ταινία συνεχίζει να σκάβει τις επιδερμίδες της για πολλές ακόμα αναγνώσεις. Μία αλληγορία για τον αυτισμό των καλλιτεχνών (που «κλειδώνονται» στο έργο τους, αλλά σνομπάρουν να ζήσουν;) Μία μελέτη στην πανδημική εποχή μας (η πρωτόγνωρη στέρηση της ελευθερίας μας και μία τρομακτική αποστειρωμένη απομόνωση;) Μία ανίερη σάτιρα στον καπιταλισμό (το πλούσιο διαμέρισμα είναι άχρηστο, τα ακριβά έπιπλα διαλύονται στην προσπάθεια απόδρασης, η ντιζαϊνάτη χτιστή μπανιέρα με θέα το φωτισμένο νεούρκέζικο ορίζοντα μετατρέπεται σε μία αναγκαία, τεράστια λεκάνη αφόδευσης).

Μπορεί ο ήρωας να παγιδεύεται, η κάμερα του Κατσούπη όμως, ποτέ. Κερδίζει εντυπωσιακά το παράτολμο, για πρωτοεμφανιζόμενο, στοίχημα να γυρίσει ταινία μεγάλου μήκους σ’ έναν μόνο χώρο. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν νιώθεις ότι το αποτέλεσμα γλιστρά προς τη θεατρικότητα, την ακαμψία, την αγκύλωση. Ο σκηνοθέτης ξέρει ακριβώς πότε να προσφέρει υγρή κίνηση με τράβελινγκ, πώς να χρησιμοποιήσει γωνίες του σκηνικού για να ανοίξει (ή να κλείσει) το βλέμμα, ποιες λήψεις να βρει για να επικοινωνήσει συναίσθημα, σύμβολα – όχι μόνο αισθητική γεωμετρία. Παράλληλα, ο μοντέρ Λάμπης Χαραλαμπίδης ανεβάζει την ένταση στο πέρασμα του χρόνου και τα παιχνίδια του μυαλού, ενώ ο διευθυντής φωτογραφίας Στιβ Ανις φωτοσκιάζει έμψυχη και νεκρή φύση, χρησιμοποιώντας μελετημένα τη χρωματική παλέτα των genre ταινιών τρόμου, τις σκιές και το φως.

Τίποτα από αυτά δε θα είχε σημασία χωρίς την ευφυή, αριστοτεχνική μαεστρία του Γουίλεμ Νταφόε, σε μία ερμηνεία θα άξιζε να καταλήξει οσκαρική. Ολο του το πρόσωπο, τα βλέμματα, οι ρυτίδες, οι σπασμοί. Ολο του το σώμα, οι φλέβες, οι μύες, το κύρτωμα, το τέντωμα, τα ρίγη. Ολη του η βουβή απόγνωση. Ολο του το τρομώδες delirium. Η αγωνία και η παραίτηση, ο πανικός και η συνήθεια, το χιούμορ, ο σαρκασμός και η τραγικότητα. Ολο του το «μέσα» βγαίνει έξω. Με εκρηκτικά μπραβάντο και πειθαρχημένη αυτοσυγκράτηση – σε σωστές δόσεις.

Ο Κατσούπης δεν έχει κατασκευάσει απλώς ένα «κάτσε να δούμε πώς θα βγει» κινηματογραφικό γρίφο. Εχει μπει πιο μέσα στο «Inside» της σπαζοκεφαλιάς του κι έχει παραδώσει ένα intellectual ντεμπούτο. Εχει ανοίξει έναν εξαιρετικό διάλογο για το αν ο πολιτισμός είναι πολυτέλεια, έχει αποκαθηλώσει τις τέχνες και τις έχει αποκαταστήσει ξανά.

Γιατί, ειρωνικά, ο φυλακισμένος ήρωας βρίσκει μόνο μία έξοδο προς την ελευθερία: να κάνει τέχνη κι ο ίδιος – παρορμητικά, ημίτρελα. Οι τοίχοι γίνονται ένας καμβάς εκτόνωσης, επικοινωνίας, ισορροπίας των «μέσα» του. Μονόλογοι, stand up comedy παραληρήματα τον διασώζουν από την παράνοια. Σκίτσα όσων βλέπει από το παράθυρο ή τα μόνιτορ ασφαλείας είναι οι διάλογοί του με τον έξω κόσμο. Ακόμα και η σκαλωσιά που χτίζει, ενώνοντας πετσοκομμένα κομμάτια του διαμερίσματος μήπως και καταφέρει να αποδράσει από την οροφή, στο τέλος μοιάζει με ένα γλυπτό απελπισίας. Με ένα σμιλευμένο σήμα κινδύνου που γεννιέται από το σφιγμένο στομάχι, την αναγκαιότητα για οξυγόνο ενός καλλιτέχνη.

Με ένα έργο τέχνης που θα μείνει εκεί για να αφηγηθεί την ιστορία του. / FLIX