Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διέρχονται μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας τους, Στο εσωτερικό είναι μια βαθιά διχασμένη και πολιτικά σε απίστευτη πόλωση χώρα. Και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής μια χώρα σε αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής σε παγκόσμια κλίμακα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Αυτή η πραγματικά δύσκολη κατάσταση για τη μεγάλη αυτή χώρα δεν είναι κάτι το οποίο προήλθε από τη μια ημέρα στην άλλη. Είναι μια πορεία η οποία έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990 και έρχεται να κορυφωθεί σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για όλο τον πλανήτη.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή που το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε αναζήτηση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας, με δεδομένο ότι οι θεσμοί και οι διεθνείς οργανισμοί που προέκυψαν μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν εξαντλήσει τη χρησιμότητα τους και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της σημερινής εποχής, σε συνδυασμό με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει συνολικά ο πλανήτης, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή κρίση, πανδημία, καθιστά την κρίση που διέρχονται οι ΗΠΑ εξαιρετικά επικίνδυνη.
Κυβέρνηση Μπάϊντεν…
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση του Προέδρου, Τζό Μπάϊντεν, όχι μόνο δεν μπορεί ακόμη να βρει το βηματισμό της , αλλά εμφανίζει σημάδια ενός αλαλούμ σε όλα τα επίπεδα.
Το κεφάλαιο του τι συμβαίνει στο εσωτερικό των ΗΠΑ, είναι μια τεράστια συζήτηση για την οποία μπορούν να γραφτούν ολόκληρα βιβλία. Οι επιπτώσεις όμως από τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει η διεθνής παρουσία και στρατηγική της Ουάσιγκτον, είναι ένα θέμα το οποίο επηρεάζει γενικά τον πλανήτη, την Ευρώπη συνολικά, και την Ελλάδα η οποία βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και με πολλά προβλήματα περιοχή.
Μετά από 75 χρόνια που συνολικά η Ευρώπη στηρίζεται αποκλειστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια της και κατά μεγάλο ποσοστό συμβαδίζει με την Ουάσιγκτον σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής έχουμε εισέλθει πλέον σε μια πορεία που αυτό δεν συμβαίνει, και η Ευρώπη θα πρέπει χθες να διαμορφώσει μια δική της αυτόνομη στρατηγική, η οποία θα την καταστήσει αξιόπιστο παίκτη στη διεθνή σκακιέρα.
Δυστυχώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει το πλαίσιο σε θεσμικό επίπεδο, αλλά κυρίως η πολιτική σύγκληση των ευρωπαϊκών χωρών στα μεγάλα θέματα που αντιμετωπίζει η ίδια η Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα ο πλανήτης.
Αυτός είναι και ο λόγος που το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, δημιουργεί ένα τεράστιο κενό εξουσίας για τη Δύση ευρύτερα, το οποίο εάν συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε κρίσεις και συγκρούσεις, τις οποίες όλοι απευχόμαστε.
Η μοναδική, μέχρι στιγμής, στρατηγικού επιπέδου ενέργεια, που η κυβέρνηση Μπάϊντεν, έχει κάνει είναι η σύναψη της στρατηγικής συνεργασίας με την Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία, γνωστής ως AUKUS, η οποία σηματοδοτεί και τη στροφή της κύριας προσοχής της Ουάσιγκτον στην Κίνα (ως στρατηγικού αντιπάλου) και στην περιοχή του Ινδοειρηνικού.
ΗΠΑ και Ευρώπη…
Την ίδια στιγμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο η παρουσία της Ουάσιγκτον, θα μπορούσε πολύ εύκολα να χαρακτηριστεί ως αλλοπρόσαλλη. Ένα πολύ καλό παράδειγμα αποτελεί η στάση της απέναντι στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Τη μια στιγμή την θέτει εκτός του προγράμματος των μαχητικών αεροσκαφών F35, και ταυτόχρονα έρχονται στη δημοσιότητα πληροφορίες για συζητήσεις αγοράς 40 μαχητικών αεροσκαφών F16, με ταυτόχρονη αναβάθμιση των F16 που ήδη έχει στην κατοχή της η Άγκυρα.
Ενώ η αμερικανική κυβέρνηση χρησιμοποιεί γλώσσα έντονης κριτικής για την Τουρκία, σε επιστολή του Αμερικανού Προέδρου προς το Κογκρέσο αναφορικά με το ρόλο της στη Συρία και απέναντι στο ISIS, ο Αμερικανός Υπουργός των Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, με αλλεπάλληλες δηλώσεις του χαρακτηρίζει την Τουρκία πολύτιμο σύμμαχο. Και το πιο σημαντικό από όλα, παρά την πειρατική συμπεριφορά της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, και τις απειλές εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας, πέρα από φραστικές καταδίκες η Ουάσιγκτον δεν έχει προχωρήσει σε καμία ουσιαστική τιμωρητική ενέργεια η οποία θα μπορούσε να τη συνετίσει.
Το ΝΑΤΟ, ο βασικός οργανισμός παρουσίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη, και σημαία της σύμπλευσης των δυο πλευρών του Ατλαντικού σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας βρίσκεται σε ουσιαστική παρακμή, χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί. Το αντίθετο μάλιστα, φαίνεται να επιδεινώνεται.
Με όλα αυτά τα προβλήματα που εμφανίζει η κυβέρνηση Μπάϊντεν και οι ΗΠΑ, η εποχή που διανύουμε είναι εξαιρετικά κρίσιμη και επικίνδυνη.
Κλιματική αλλαγή…
Πέρα από τα σοβαρά περιφερειακά προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από τον αποσυντονισμό που επικρατεί στους κόλπους και τη διεθνή παρουσία της υπερδύναμης, υπάρχουν δυο θέματα στα οποία εάν η Ουάσιγκτον αποτύχει θα υπάρξει έκρηξη η οποία θα προκαλέσει τεράστια διεθνή κρίση, οδηγώντας ταυτόχρονα την προεδρία Μπάϊντεν σε παταγώδη αποτυχία. Το ένα είναι η κλιματική αλλαγή και ειδικά τα αποτελέσματα της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών στη Γλασκόβη για το κλίμα (COP26) και οι διαπραγματεύσεις στη Βιέννη γύρω από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν και οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, έχουν, ολέθρια, επενδύσει παρά πολλά στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι στην ουσία δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο, και έχουν εισέλθει σε έναν αγώνα δρόμου με τον εαυτό τους για να προλάβουν τον επόμενο Τράμπ ή τον ίδιο τον Τράμπ.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ ο Λευκός Οίκος υπολογίζει ότι μια πρόοδος σε θέματα κλιματικής αλλαγής θα κρατήσει του ακραία φιλελεύθερους στο μαντρί σε μια στιγμή που ο ανταγωνισμός με την Κίνα έχει ξεκινήσει. Στη διεθνή σκηνή το θέμα της κλιματικής αλλαγής φέρνει κοντά την Ουάσιγκτον με την Ευρώπη και προάγει την πολυμερή συνεργασία και το ήδη ξεπερασμένο εγχειρίδιο του διεθνούς συστήματος που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, και απεγνωσμένα η κυβέρνηση Μπάϊντεν θέλει να διασώσει, αδυνατώντας να καταλάβει ότι το έχει ξεπεράσει η εποχή και ο πραγματικός κόσμος.
Η ατζέντα του Λευκού Οίκου στο θέμα της κλιματικής αλλαγής έχει τεράστιο πρόβλημα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ακόμα και το κόμμα των Δημοκρατικών, η μετριοπαθής πτέρυγα δεν υποστηρίζουν την ακραία ατζέντα την οποία προωθεί ο Αμερικανός Πρόεδρος και η κυβέρνησή του.
Επίσης, η παγκόσμια ενεργειακή κρίση, με τις τιμές να έχουν εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα, καθιστούν την αποτυχία της Γλασκόβης, εξαιρετικά πιθανή. Το καθεστώς της Κίνας, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί τεράστια νούμερα ανεργίας στο τομέα του χάλυβα και του αλουμινίου, και ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, με τις προεδρικές εκλογές να πλησιάζουν δεν θα ήθελα να ξαναδεί τα κίτρινα γιλέκα στους δρόμους της Γαλλίας.
Διεθνής Συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν…
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν, επιθυμεί διακαώς να επανέλθει στην Διεθνή Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία είχε αποχωρήσει η κυβέρνηση Τράμπ. Η Τεχεράνη σύμφωνα με πληροφορίες απαιτεί 10 δις δολάρια προκαταβολή μόνο και μόνο για να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μπορεί κανείς να φανταστεί, μετά από αυτό, πόσο θα κοστίσει στην Ουάσιγκτον μια συμφωνία.
Την ίδια στιγμή οι γειτονικές χώρες του Ιράν, έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης Μπάϊντεν να επιτύχει μια καλύτερη και πιο δυνατή συμφωνία , όπως επικαλείται. Το Ισραήλ και οι Αραβικές χώρες είναι τρομερά απογοητευμένες από την αποτυχία της προηγούμενης συμφωνίας και την υποστήριξη του Ιράν στη τρομοκρατία , με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο να στηρίξουν τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια επίτευξης μιας νέας συμφωνίας.
Μια αποτυχία σε αυτό το κομβικό θέμα, θα αναγκάσει το Λευκό Οίκο να επιστρέψει στην στρατηγική της κυβέρνησης Τράμπ, που ήταν η αφόρητη πίεση προς την Τεχεράνη, με την ελπίδα να γονατίσει το Ιράν. Και εδώ είναι που ο Αμερικανός Πρόεδρος και η κυβέρνηση του θα έχουν μεγάλο πρόβλημα με την ακραία πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, που σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να στηρίξουν την πιθανότητα μιας σύγκρουσης με το Ιράν.
Έχουμε εισέλθει σε μια εξαιρετικά κρίσιμη και ταυτόχρονα επικίνδυνη συγκυρία για τις ΗΠΑ και τη Δύση ευρύτερα, με τα δυο αυτά θέματα να απειλούν να πλήξουν θανάσιμα την κυβέρνηση Μπάϊντεν και σαν αποτέλεσμα τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος.
Μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλέσει αναπόφευκτα μεγάλα προβλήματα και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, όπου η Ελλάδα θα βιώσει άμεσα τις δυσμενείς εξελίξεις.
Ο Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, Μέλος του The International Institute for Strategic Studies, και επί σειρά ετών Ανταποκριτής στην Washington DC, διαπιστευμένος στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο.
πηγή: thepresident