Mετά την εκλογή Ανδρουλάκη, το ΠαΣοΚ κατέγραψε στις μετρήσεις υψηλά διψήφια ποσοστά. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Pulse, στην πρόθεση ψήφου του Ιανουαρίου 2022, έλαβε 14,5%. Έκτοτε παρατηρείται μια αργή αλλά σταθερά πτωτική τάση. Στην μέτρηση του Σεπτεμβρίου μετά τη ΔΕΘ, έλαβε 12%. Η υπόθεση των υποκλοπών, αν και πιθανότατα επιβράδυνε την υποχώρηση, φαίνεται πως δεν βελτίωσε σημαντικά τη δημοσκοπική του επίδοση. Ταυτόχρονα, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, στο διάστημα από τον Ιανουάριο έως το Σεπτέμβριο, είδαν τα ποσοστά τους να ενισχύονται κατά 2 και 4 μονάδες αντίστοιχα (Pulse 09/2022).
Μοιραία προκύπτει το ερώτημα εάν η διψήφια δημοσκοπική απήχηση του ΠαΣοΚ είναι διατηρήσιμη, δεδομένου ότι επέρχεται εκλογική χρονιά. Για να εξεταστεί το ερώτημα χρειάζεται να ληφθούν υπόψη μερικές παράμετροι.
Κατ’αρχάς το ζήτημα των «επισυνδέσεων», παρότι κρίνεται σημαντικό από την πλειονότητα της κοινής γνώμης, βρίσκεται χαμηλά στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων όταν συγκρίνεται με άλλα ζητήματα. Αφενός γιατί σε περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων όπως ο πληθωρισμός, τα ενεργειακά και η ελληνοτουρκική ένταση, οι πολίτες εστιάζουν κατά κανόνα σε θέματα που τους επηρεάζουν πιο άμεσα. Αφετέρου διότι στη συνείδηση της κοινής γνώμης οι παρακολουθήσεις πιθανότατα θεωρούνται φαινόμενο διαχρονικό. Άλλωστε οι σχετικές υποθέσεις που έγιναν γνωστές στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν αρκετές και οι προσπάθειες διερεύνησης τους αποδείχθηκαν συνολικά ατελέσφορες.
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αξιολογούνται πρωτίστως με κριτήριο τις επιδόσεις τους στη διαχείριση των κυρίαρχων θεμάτων. Σε αυτά, βάσει όλων των δημοσκοπήσεων, η ΝΔ και ο Μητσοτάκης συγκεντρώνουν περισσότερες θετικές γνώμες συγκριτικά με τους αντιπάλους τους. Κάτι που εκ των πραγμάτων μειώνει τον όγκο των δυσαρεστημένων, με την κυβερνητική πολιτική, ψηφοφόρων που θα ήταν πρόθυμοι να μετακινηθούν σε άλλο κόμμα.
Βεβαίως το ζήτημα των υποκλοπών παραμένει ψηλά στη δημόσια ατζέντα οξύνοντας την πολιτική αντιπαράθεση κι ενισχύοντας την τάση για πόλωση που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική. Η πόλωση όμως ευνοεί συνήθως τα κόμματα που κυριαρχούν στους δύο πόλους. Ο (εκάστοτε) τρίτος «παίκτης» του πολιτικού σκηνικού βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση και δυσκολεύεται να ωφεληθεί πολιτικά – ακόμα κι εάν ο αρχηγός του βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης.
Πολύ περισσότερο δε όταν παραμένει ενεργή η λεγόμενη «αρνητική» κομματική ταύτιση (negative partisanship). Κάτι που σημαίνει ότι η επιλογή πολλών ψηφοφόρων επηρεάζεται σημαντικά από τον βαθμό αντιπάθειας που αισθάνονται για το αντίπαλο κόμμα. Έτσι, η ενίσχυση της αντι-δεξιάς τάσης συμπίπτει με την ενίσχυση της αντι-ΣΥΡΙΖΑ τάσης. Eνδεικτικά πριν από την υπόθεση των επισυνδέσεων, σύμφωνα με την MRB (06/2022), το 37,3% των πολιτών δήλωνε ότι «θα τους ενοχλούσε εάν τις προσεχείς εκλογές κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ έστω με μία ψήφο διαφορά», έναντι του 40,5% που δήλωνε το ίδιο για τη ΝΔ.
Το ΠαΣοΚ επιχειρεί, από την πλευρά του, να εξισώσει πολιτικά Μητσοτάκη και Τσίπρα ως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος προκειμένου να απεμπλακεί από τις πιεστικές συνθήκες του δικομματισμού. Ωστόσο η ρητορική του μοιάζει να απευθύνεται σε ψηφοφόρους που εμφορούνται ταυτόχρονα και από αντι-δεξιά και από αντι-ΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. Από τα διαθέσιμα δημοσκοπικά δεδομένα, φαίνεται πως ένα τέτοιου τύπου εκλογικό ακροατήριο είναι μάλλον περιορισμένο. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι επιλέγουν μία πλευρά και συνήθως εκτιμούν ότι με το αντίπαλο κόμμα τους χωρίζει «άβυσσος».
Παράλληλα, η μετωπική αντιπαράθεση ενός κόμματος της αντιπολίτευσης με την εκάστοτε κυβέρνηση θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της κυβερνησιμότητας. Για να επέλθει πολιτική αλλαγή, χρειάζεται (μεταξύ άλλων) να είναι προφανής η κυβερνητική εναλλακτική. Μέχρι σήμερα όμως, η διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης για κυβερνητική συνεργασία παραμένει μάλλον ασαφής. Ίσως επειδή θεωρείται πολιτικά πρόωρη και από δημοσκοπική άποψη δυνητικά ζημιογόνα. Παρ’όλα αυτά η υπόθεση των υποκλοπών είχε πολιτικές συνέπειες. Η απήχηση του πρωθυπουργού στους σημερινούς δημοσκοπικούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ έχει σημειώσει μικρή υποχώρηση. Εξέλιξη που έχει επιτρέψει στον Ανδρουλάκη να επιμείνει στην άρνηση αποδοχής Μητσοτάκη και Τσίπρα για τη θέση του πρωθυπουργού σε ένα πιθανό κυβερνητικό συνασπισμό. Επίσης φαίνεται να διευκολύνει σε ένα βαθμό την προσπάθειά «περιφρούρησης» του υφιστάμενου δημοσκοπικού του ποσοστού. Δεδομένης όμως της εντεινόμενης πόλωσης του δικομματισμού αναμένεται να αυξηθεί η πίεση στο ΠαΣοΚ δοκιμάζοντας έτσι τις δημοσκοπικές κι εκλογικές τουαντοχές. Μένει επομένως να φανεί σε ποιο βαθμό η δημόσια ατζέντα των επόμενων μηνών θα μεταβάλει τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London (QMUL), μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ). To βιβλίο του «Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. / δημοσιεύτηκε: Καθημερινή