ΑΝΑΛΥΣΗ: Ο Γόρδιος Δεσμός του Νετανιάχου, του Γαβριήλ Χαρίτου

Share

Οι απαιτήσεις των νέων υπερ-ακραίων συμμάχων του ισραηλινού εντολοδόχου πρωθυπουργού προκαλούν την πρωτόγνωρη αντίδραση του στρατού και καθυστερούν τον σχηματισμό κυβέρνησης

Όταν στις 13 Νοεμβρίου ο Βενιαμίν Νετανιάχου ανέλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, έχοντας εξασφαλίσει άνετη πλειοψηφία 64 εδρών στην 120μελή Κνέσετ, η νέα του κυβέρνηση αναμενόταν να ορκιστεί μέσα σε λίγες μέρες. Παρ’ όλα αυτά, ήδη η 28ήμερη προθεσμία της εντολής πλησιάζει στο τέλος της και θεωρείται βέβαιο ότι ο Νετανιάχου θα αναγκαστεί να ζητήσει να παραταθεί η διάρκειά της για άλλες 14 μέρες.
Παρατηρείται το εξής παράδοξο: Ενώ η απερχόμενη κυβέρνηση Μπένετ-Λαπίντ, παρότι χαρακτηριζόταν από την παντελή απουσία ιδεολογικής συνοχής των κομμάτων που την συναποτέλεσαν, κατάφερε να σχηματισθεί χωρίς επιπλοκές, η τωρινή προσπάθεια του Νετανιάχου να σχηματίσει κυβέρνηση με κόμματα που ανήκουν όλα στον χώρο της δεξιάς, αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες.
Οι δυσκολίες αυτές δεν επικεντρώνονται στα δύο θρησκευτικά υπερορθόδοξα κόμματα «Shas» και «Εβραϊσμός της Τορά», που έχουν μακρά εμπειρία συγκατοίκησης τόσο με δεξιούς όσο και με αριστερούς κομματικούς κυβερνητικούς εταίρους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα θίγονταν τα σεκταριστικά συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν και που περιορίζονται σταθερά στο 12% του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας.
Η βασική δυσκολία που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου είναι η ιδεολογική ατζέντα ενός νέου κομματικού παίκτη, ο οποίος μέχρι πρότινος κινείτο στις εθνοθρησκευτικές δεξιότερες παρυφές της ‘πολιτικής ορθότητας’, διατηρώντας αμφιλεγόμενους ιδεολογικούς δεσμούς με την οργάνωση ‘Καχ’ του ραββίνου Μέιρ Καχάνα – μία οργάνωση που η ισραηλινή δικαιοσύνη και οι ΗΠΑ χαρακτήρισαν τρομοκρατική, υιοθετώντας ρατσιστική ρητορική έναντι της αραβικής μειονότητας που διαβιοί στο Ισραήλ.
Έτσι, το ενδεχόμενο συμμετοχής στην κυβέρνηση των Μπετσαλέλ Σμότριτς, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και Νόαμ Μαόζ, ηγετικών στελεχών του κομματικού σχηματισμού «Θρησκευτικός Σιωνισμός», σταδιακά διαμορφώνει πρόσθετες ‘κόκκινες γραμμές’ στον ισραηλινό πολιτικό χάρτη, περισσότερο ανυπέρβλητες από τις ήδη υφιστάμενες, που επικεντρώνονταν σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπικότητα του Νετανιάχου καθαυτήν.
Έτσι, το πολιτικό ενδιαφέρον, που διαμορφώθηκε μετεκλογικά, έγκειται κατά πόσον ο Νετανιάχου θα επιτρέψει την επικράτηση μίας καθαρά ‘εβραϊκής’ ατζέντας των συγκεκριμένων μελλοντικών του εταίρων, που οραματίζονται ένα Ισραήλ διαφορετικό: Θεοκρατικότερο, συντηρητικότερο, με ενισχυμένους μοχλούς κρατικής επιβολής στο εσωτερικό της χώρας, λιγότερο ανεκτικό σε κοινωνικές μειονότητες, με σταδιακή προσάρτηση της Δυτικής Όχθης (και άρα αναίρεση της αρχής των δύο κρατών ως βάση λύσης του Παλαιστινιακού), επιφέροντας παράλληλα πρόσθετες επιπλοκές στις διεθνείς του σχέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Νετανιάχου, ούτε ο μέσος ψηφοφόρος του Λικούντ δεν οραματίζονται τόσο δραστικές αλλαγές στην φυσιογνωμία της χώρας, πέραν του δεδομένου ότι η αριθμητική διαφορά μεταξύ του δίπολου «Ναι» ή «Όχι στον Νετανιάχου» συνίσταται σε μόλις 4.000 ψήφους.
Εγκλωβισμένος μεταξύ μίας εκλογικής νίκης και των κατηγορητηρίων που εκκρεμούν, ο Νετανιάχου αποδέχθηκε την απαίτηση του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ να τεθεί υπό τον πολιτικό έλεγχο του δευτέρου η Συνοριοφυλακή, ένα αστυνομικό σώμα με στρατιωτική εκπαίδευση, που σήμερα υπάγεται δομικά στο οργανόγραμμα του στρατού.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε πρωτόγνωρη ένταση στις τάξεις του στρατιωτικού κατεστημένου, με τον απερχόμενο (και νυν εν ενεργεία) Υπουργό Άμυνας, Μπένι Γκαντς, να κάνει λόγο περί κινδύνου εκτροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος, δια της δημιουργίας μίας κομματικής ακροδεξιάς πολιτοφυλακής που θα οδηγήσει στην απαρχή της διάλυσης των κρατικών ενόπλων δυνάμεων. Ποτέ άλλοτε δεν ειπώθηκαν τέτοιες προειδοποιήσεις. Και όλα αυτά συμβαίνουν, ενόσω πλησιάζει ο χρόνος λήξης της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης.
Για πρώτη φορά στην ισραηλινή κοινοβουλευτική πορεία αναδύεται τόσο έντονη απόσταση μεταξύ στρατού και πολιτικού συστήματος, με τον Νετανιάχου να καλείται να διαχειριστεί πρωτόγνωρες πολώσεις.
Ο δρ Γαβριήλ Χαρίτος ζει στο Ισραήλ, είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και του ισραηλινού Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν. Διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν (Ισραήλ). / δημοσιεύτηκε ΤΟ ΒΗΜΑ