Ποιες είναι οι γυναίκες των οποίων οι φωνές συμπεριλαμβάνονται στον συλλογικό τόμο Η Φωνή της; 54 συγγραφείς-μέλη του ομώνυμου Δικτύου κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, εκ των οποίων η ομότιμη καθηγήτρια Μαρία Γκασούκα υπογράφει τον διαφωτιστικό πρόλογο για το φύλο, τη λογοτεχνία και τη γυναικεία γραφή – θέμα το οποίο προκαλεί πολλές ασυμφωνίες, όπως ανέφερε κατά την πρώτη παρουσίαση. Νεοφεμινιστικές φωνές θα αποκαλούνταν πιθανόν, απαξιωτικά.
Κατά την Hélène Cixous, «το γυναικείο κείμενο είναι απρόβλεπτο… Δεν προεξοφλείται: είναι αληθινά το κείμενο του απροσδόκητου». Απροσδόκητο εδώ δεν είναι τόσο το περιεχόμενο των κειμένων, αφού πρόκειται για πρόζα με θεματικό κέντρο τη βία, ψυχολογική ή σωματική, γυναικοκτονίες, ανδροκτονίες, πατροκτονίες ή αυτοκτονίες, την απόκρυψη ενδοοικογενειακής βίας και βιασμών, ως μαρτυρίες αυτών που συμβαίνουν – ασχέτως οικονομικής κατάστασης, τάξης, ηλικίας, χώρας, μορφωτικού επιπέδου, όπως στα διηγήματα Να προσέχεις, Φανή, Στον λόφο με τις παπαρούνες, Δεν έγινε και τίποτα. Κυρίως η μορφή, τα μυθοπλαστικά εργαλεία, η δυνατότητα των συγγραφέων να αποκρύπτουν τον εαυτό τους για να βρεθούν στη θέση άλλων -ως γυναίκες ή ως άνδρες, ως τριτοπρόσωποι αφηγητές, πρωτοπρόσωποι πρωταγωνιστές ή εξομολογητικοί δευτεροπρόσωποι συνομιλητές- είναι αυτά που με απροσδόκητο τρόπο υποστασιοποιούνται.
Ενδεικτικά, το ποιητικό Ανείπωτο, το απρόβλεπτο Ο καθαρός άνθρωπος, η παρωδία ηθογραφίας Ησύχασον, το μυθο-ρεαλιστικό Η Φωνή της, η υπαινικτική Μαριέτα, το ανησυχαστικό Bildungsroman.
Οι συγγραφείς μιλούν για όλους μας, δεδομένου ότι παρότι το γράφον υποκείμενο είναι γυναίκα, δεν συμπίπτει πάντα ως φύλο με το ομιλούν, δηλαδή το δρων, υποκείμενο (Γυναίκα χωρίς όνομα, Είμαι φύλλο, Το έθιμο, Kanun).
Έτσι η φωνή πολλαπλασιάζεται και μοιράζεται, έρχεται να φωτίσει την ποικιλότητα και τις αποχρώσεις, τη ρέουσα εμπειρία, την υπονόμευση των κατηγοριών ιδιωτικό-δημόσιο, προσωπικό-πολιτικό, να ονοματίσει νοήματα βιωματικά.
Όχι όμως στο «ούτε καθαρά εν οίκω ούτε ακριβώς εν δήμω» της αυλής του χωριού, όπως Οι Φωνές εύστοχα το αποδίδουν, όχι απλώς καταγράφοντας μαρτυρίες ή μυθοπλαστικές παραλλαγές της πραγματικότητας, αλλά ασκώντας κριτική στις πατριαρχικές δομές (Κόρη-Μητέρα, Σκόνη στα παπούτσια της, Το Μάτι, Η Ξένη), καταδεικνύοντας εμμέσως και τρόπους αντίστασης.
Η Judith Buttler στο Bodies that matter αναφέρεται στη φράση του γιατρού «είναι αγόρι, είναι κορίτσι», όταν γεννιέται ένα μωρό, ως παράδειγμα επιτελεστικής πράξης που κατασκευάζει τη σεξουαλική ταυτότητα. Τέτοιες πράξεις συνήθους βίας, που καθορίζουν, πάντως, ψυχική και οικογενειακή ζωή, βρίσκουμε στα διηγήματα Σύγκρια και Θηλυκές Αντωνυμίες, για τα ανεπιθύμητα κορίτσια.
Άλλη πανταχού παρούσα βία, είναι αυτή των γυναικολόγων στη ζωή των γυναικών (μέρος της γενικότερης ιατρικοποίησης) ακόμη και του κομμωτή ή του life style, όπως στα: Μαλλιά στο πάτωμα, Δείπνο, Θα μάθω κι εγώ. Συχνά στα κείμενα συναντάμε τη «μαγική» πράξη του μακιγιάζ, που καλύπτει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την καθαρά σωματική βία, δηλαδή τις μελανιές (Στη Ρούλα που κυκλοφορεί, Το ψαράκι στη γυάλα, Η βέρα), αναφορές στη λυτρωτική διαδικασία του χορού (Στη Σιουδάδ Χουάρες, Κρύα κυρία), σε χειριστικές πρακτικές (Ντέρτι πινκ-ημιμόνιμο, Παλιοκόριτσο).
Σε κάποια διηγήματα οι περιγραφές της βίας, καθώς κλιμακώνεται, είναι υποβλητικές και ωμές, χωρίς φτιασίδια (κατά τον τρόπο της νομπελίστα Ελφρίντε Γέλινεκ) και προφανώς εμπρόθετα υπερβαίνουν αυτό που οι «καθωσπρέπει» αναγνώστες θα άντεχαν από τη γυναικεία γραφή: Σαν το φύσημα του αέρα στις καλαμιές, Ψάξτε το κεφάλι, Αμνός, Βάλε τελεία.
Ταυτόχρονα αναδύεται μια μορφή διακειμενικότητας: παρότι οι συγγραφείς δεν γνώριζαν τα γραπτά η μία της άλλης, το κοινό περικείμενο από διήγημα σε διήγημα φωτίζεται από άλλα σημεία, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο που αναφορτίζει το σημασιολογικό περιβάλλον στον σύνολο τόμο, θυμίζοντας αυτό που λέει ο Μπαχτίν: Η φύση της πολυφωνίας είναι ακριβώς το ότι σε αυτήν οι φωνές παραμένουν αυτόνομες και συνδέονται αυτές καθεαυτές σε μια ενότητα υψηλότερης μορφής από εκείνη της ομοφωνίας (βλ. το καταιγιστικό Από το δάσος).
Δεν υπάρχει βέβαια μορφολογική ενότητα, αφού συνυπάρχουν οι ελεγειακές φωνές (όπως στις Μέλισσες ιέρειες), η παραμυθία (Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια και Loida), η αλληγορία (το λεπτοκεντημένο Τα πόδια), η καταγγελία αναχρονιστικών πρακτικών όπως η κλειτοριδεκτομή, το συνοικέσιο, το έθιμο της σύγκριας, η συνομιλία με την ψυχανάλυση (Νυχτερινή συνεδρία, Ήμαρτον, Η άλλη όψη), η ιστορική ένταξη στην πολιτική και οικονομική συγκυρία (Ύψωσε τη φωνή της).
Ενυπάρχουν όμως, ως κοινό μοτίβο και σύμπτωμα, η αποπροσωποποίηση της γυναίκας στο πλαίσιο της οικογένειας (Μια πάνινη κούκλα) ή της σχέσης (Φύσα αγέρι, φύσα αγέρι), η σιωπή, ως μόνιμος καταναγκασμός που επιζητεί λύτρωση (στη μαύρου χιούμορ Εκδίκηση), η διαταραχή γύρω από τη σεξουαλική επαφή (Ερατώ, Ο δερματοποιός, Να είσαι θάλασσα), εν τέλει, εύλογα αναδεικνύεται η ίδια η γραφή ως τρόπος βίωσης και μέσο αναστοχασμού (Ανορθογραφίες του τίποτα), όπως και στα δύο κείμενα που, αλληλοσυμπληρούμενα κατά ευτυχή συγκυρία, πραγματεύονται τη γραφή και τη ζωή της πρώτης Ελληνίδας πεζογράφου (Ελισάβετ Μαρτινέγκου: Ένας δικός της δρόμος και Μπέτα Ελίζα).
Η οποία, όχι μόνο δεν είδε δημοσιευμένο τίποτα δικό της όσο ζούσε, επιπλέον ελάχιστα γραπτά της διασώθηκαν, κι αυτά λογοκριμένα από τον γιο της.
Η έμφυλη γραφή, είτε ως διαδικασία είτε ως αποτέλεσμα (δηλαδή κείμενο), ως λογοτεχνία αλλά και ως θεωρητικό εγχείρημα, είναι αυτή που καταφάσκει στη διαφορά, που εξερευνά τη θηλυκότητα, καθώς τη συναντά ακόμα και σε ανδρικά καλλιτεχνικά έργα που, κατά την Άντεια Φραντζή, περιέχουν «δυνάμει τον άνδρα και τη γυναίκα, τα θραύσματά τους, ή καλύτερα την κοινή τους καταγωγή», και διανοίγει τον όχι και τόσο απλό δρόμο της επιτελεστικότητας του φύλου που, όπως η Buttler το θέτει, είναι «πρακτική του λόγου που θεσπίζει ή παράγει εκείνο το οποίο ονοματίζει». Οι γράφουσες γυναίκες γίνονται δρώσες και με τη φωνή τους αλλά και με πράξεις, αφού τα έσοδα από τα δικαιώματα του βιβλίου θα δοθούν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της βίας, που σχεδόν μία 20ετία στηρίζει τις κακοποιημένες γυναίκες.
ΓΙΟΥΛΗ ΒΟΛΑΝΑΚΗ, συγγραφέας, μέλος της ΕΣΗΕΑ
Οι συγγραφείς του βιβλίου: Ελένη Αράπη, Γεωργία Βεληβασάκη, Τζούλια Γκανάσου, Μαρία Γκασούκα (πρόλογος), Αγγελική Δαρλάση, Σίσσυ Δουτσίου, Βασιλική Δραγούνη, Σόνια Ζαχαράτου, Ελευθερία Θανόγλου, Τζένη Θεοφανοπούλου, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ελένη Καρασαββίδου, Κατερίνα Καριζώνη, Λίλα Κονομάρα, Κώστια Κοντολέων, Δήμητρα Κουβάτα, Ελένη Λιντζαροπούλου, Εύα Μαθιουδάκη, Κωστούλα Μάκη, Κατερίνα Μαλακατέ, Αργυρώ Μαντόγλου, Σοφία Μαντουβάλου, Πέννυ Μηλιά, Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Τέσυ Μπάιλα, Όλγα Μπακοπούλου, Ελένη Μπιρμπίλη, Ελένη Μπουκαούρη, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Σοφία Μπραϊμάκου, Χαρά Νικολακοπούλου, Μαριάννα Νικολάου, Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Χίλντα Παπαδημητρίου, Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου, Ελευθερία Παραγιουδάκη, Χάρις Παρασκευοπούλου, Ισμήνη Παφίτη, Αλέκα Πλακονούρη, Ελένη Πριοβόλου, Νατάσα Ρεμούνδου, Φλώρα Σαρτζετάκη, Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μαρία Σκιαδαρέση, Πέλα Σουλτάτου, Ροζίτα Σπινάσα, Εύα Στάμου, Ελένη Στελλάτου, Ιφιγένεια Τέκου, Πασχαλία Τραυλού, Λίλια Τσούβα, Χρύσα Φάντη.