Αρθρο Γαβριήλ Χαρίτου στην «Κ»: Η «εποχή Νετανιάχου» συνεχίζεται παρά τις σφοδρές επικρίσεις

Share

 

Με τη συμπλήρωση εκατό ημερών πολέμου, αμφίσημες παραμένουν οι τάσεις που παρατηρούνται στην κοινή γνώμη του Ισραήλ, ως προς το εάν η παρούσα πολιτική ηγεσία κρίνεται αποτελεσματική ως προς την διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό της κρατικής ισραηλινής τηλεόρασης, τα αποτελέσματα της οποίας μεταδόθηκαν την περασμένη Κυριακή, 7 Ιανουαρίου.
Πρόκειται για την πρώτη, μετά την έναρξη του πολέμου, λεπτομερή αποτύπωση των πολιτικών τάσεων, βάσει αριθμητικών και ποιοτικών κριτηρίων, ικανών να περιγράψουν το κλίμα που επικρατεί σε μία κοινωνία, που σταδιακά αρχίζει να ξεπερνά την τραυματική 7η Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, εάν διενεργούνταν εκλογές στις 7/1/2024, 90 μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, το Λικούντ θα διατηρούσε μόνο 20 έδρες, έναντι των 33 που είχε κερδίσει στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, χάνοντας το 1/3 της σημερινής του κοινοβουλευτικής δύναμης. Σαφώς, μια τέτοια πτώση, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστη για τους κομματικούς επιτελείς. Από την άλλη όμως, δεδομένου ότι από τις 7 Οκτωβρίου 2023 έως σήμερα δεν αναδείχθηκε καμία ουσιαστική εναλλακτική έναντι της πρωτοκαθεδρίας Νετανιάχου, η πτώση των ποσοστών του υπό τις παρούσες συνθήκες ήταν αναμενόμενη.
Οι ηγετικές φιλοδοξίες που εκδήλωσε άκαιρα εν μέσω πολέμου ο βουλευτής του Λικούντ και νυν Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Νιρ Μπαρκάτ, ακούστηκαν με αδιαφορία. Παράλληλα, οι δημόσιες επικρίσεις που εξέφρασε ο τέως αρχηγός της Μοσάντ, Γιόσι Κόεν, για την διαπραγματευτική τακτική στελεχών της κυβέρνησης ενόψει της απελευθέρωσης ισραηλινών ομήρων κατά την πρώτη εκεχειρία, μάλλον τον έβλαψαν – γεγονός που αντελήφθη γρήγορα και έκτοτε (ορθώς) σιωπά.
Ερμηνεύοντας την πτωτική δημοσκοπική θέση του Νετανιάχου, εύκολα καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: Όπως ανέκαθεν φρόντιζε να αποδίδει τα εύσημα στον εαυτό του για τις καλές στιγμές της πολιτικής του πορείας (δημιουργώντας συχνά την αντιπάθεια ικανών συνεργατών του, που αναγκαστικά παρέμεναν στην αφάνεια), ο ίδιος Νετανιάχου των τωρινών χαλεπών καιρών, είναι αυτός που μοιραία χρεώνεται δημοσκοπικά την αποτυχία πρόβλεψης και άμεσης αντιμετώπισης της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου.
Για πρώτη φορά στην πολυετή πολιτική του καριέρα, το 64% των ερωτηθέντων Ισραηλινών θεωρεί ότι ο Νετανιάχου δεν ασκεί σωστά τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα. Όμως, ενόσω δεν διαφαίνεται αντικαταστάτης του, η αρνητική κριτική της κοινής γνώμης δεν προλέγει ουσιαστικές εσωκομματικές εξελίξεις, και μάλιστα εν καιρώ πολέμου.
Ακριβώς αντίστροφη δημοσκοπική εικόνα παρουσιάζει ο Μπένι Γκαντς, τέως Υπουργός Άμυνας και νυν ηγέτης της κεντροδεξιάς «Παράταξης Εξουσίας», που αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση Νετανιάχου να μετέχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και να καταστεί μέλος του «μικρού ΚΥΣΕΑ», του αποκλειστικά αρμόδιου για την διεξαγωγή του πολέμου. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, εάν θα διεξάγονταν εκλογές στις 7/1/24, το κόμμα του Γκαντς θα λάμβανε 33 έδρες, τριπλασιάζοντας την παρούσα κοινοβουλευτική του δύναμη (11 έδρες), με το 63% των ερωτηθέντων να τον επικροτεί για την απόδοσή του.
Ο Μπένι Γκαντς δρέπει τους καρπούς του ενωτικού/συμπεριληπτικού δημοσίου λόγου του κατά τους προηγούμενους μήνες, όταν το Ισραήλ συνταρασσόταν από τις αλλεπάλληλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις κατά της δικαστικής μεταρρύθμισης. Από την άλλη, αξίζει να σημειωθεί ότι ταυτόσημη θετική ποσόστωση λαμβάνει και ο Γιοάβ Γκάλαντ, Υπουργός Άμυνας, μέλος του «μικρού ΚΥΣΕΑ» και βουλευτής του Λικούντ.
Παραδόξως, με τα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας των Γκαντς και Γκάλαντ επικροτείται η λειτουργικότητα του «μικρού ΚΥΣΕΑ», του οποίου προΐσταται ο Πρωθυπουργός Νετανιάχου. Επισημαίνεται επίσης, ότι εάν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος, ο Νετανιάχου θα είχε κληθεί να απολογηθεί για τις ποινικές του υποθέσεις τον περασμένο Δεκέμβριο. Εξ αιτίας του πολέμου, τα δικαστήρια σταμάτησαν να λειτουργούν επί δίμηνο και εάν οι νέες δικονομικές προθεσμίες τηρηθούν, τότε ο Νετανιάχου αναμένεται να απολογηθεί τον ερχόμενο Απρίλιο – καθιστώντας εξαιρετικά αμφίβολη την έκδοση πρωτόδικης απόφασης για τις υποθέσεις του εντός του 2024.
Με άλλα λόγια, παρά τη σημαντική πτώση της δημοτικότητάς του, η ‘εποχή Νετανιάχου’ δεν φαίνεται να λήγει, δεδομένου ότι ποτέ μία ‘χρονιά πολέμου’ δεν μετατρέπεται σε ‘έτος εκλογών’. Από την άλλη, παρά την διαφαινόμενη κόπωση των Ισραηλινών από την κουλτούρα της διακυβέρνησης Νετανιάχου, εν τέλει ο πόλεμος είναι αυτός που εκ των πραγμάτων θα την παρατείνει.
Εντυπωσιακή είναι η άνοδος του δεξιού Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, που καταλαμβάνει την τέταρτη θέση με 10 δημοσκοπικές έδρες, που τον αναδεικνύουν ως πιθανό μελλοντικό εταίρο του Γκαντς. Απεναντίας, η ελαφρά άνοδος των υπερορθόδοξων θρησκευτικών κομμάτων προδίδει ότι με την πρώτη ευκαιρία οι πρόσθετοι ψηφοφόροι τους θα επανακάμψουν στο Λικούντ, ενισχύοντας ξανά τον Νετανιάχου στις κάλπες.
Παρά τις άχρωμες τοποθετήσεις της, η κεντροαριστερή αξιωματική αντιπολίτευση του Γιαΐρ Λαπίντ φαίνεται να διατηρεί δημοσκοπικά την δύναμή της (14 έδρες), τη στιγμή που το «Κόμμα των Εργατικών» απασχολείται με ανούσιες κρίσεις ηγεσίας και το αριστερότερο «Μέρετς» ομφαλοσκοπεί. Όσο για την εθνοθρησκευτική ακροδεξιά των Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς, η διατήρηση των ποσοστών τους οφείλεται σε πολεμοχαρή κλισέ εκ του ασφαλούς – κυρίως επειδή Νετανιάχου και Γκαντς έπραξαν το παν ώστε οι ακραίες τους απόψεις να κρατηθούν μακριά από το «μικρό ΚΥΣΕΑ», που λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για τον πόλεμο. / Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 917/1/2024)
*Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ